3,277,114
edits
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κύβος]])<br /><b>1.</b> ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι [[δώδεκα]] ακμές [[είναι]] ίσες και όλες οι έδρες, έξι τον αριθμό, [[είναι]] ίσα [[μεταξύ]] τους τετράγωνα («ἐν τῷ τετραγώνῳ γεννᾱσθαι τὸν κύβον, ἑδραιότατον... [[σῶμα]]», Τίμ. Λουρ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[τεμάχιο]] από [[στερεά]] ύλη το οποίο έχει χαραγμένες σε καθεμιά από τις πλευρές του μία έως έξι κουκκίδες και χρησιμεύει για [[τυχερά]] παιχνίδια, [[ζάρι]] («ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους... τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι», Λυσ.)<br /><b>3.</b> το γινόμενο που προκύπτει από τον διπλό πολλαπλασιασμό αριθμού επί τον εαυτό του, αλλ. [[τρίτη]] [[δύναμη]] ή τριτοβάθμια [[δύναμη]] («το 64 [[είναι]] [[κύβος]] του αριθμού 4, [[δηλαδή]] 4 χ 4χ 4 = 64»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ο [[κύβος]] ερρίφθη» ή «ἀνερρίφθω [[κύβος]]» — πάρθηκε [[πλέον]] η κρίσιμη [[απόφαση]] ύστερα από πολλούς δισταγμούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τέλειος]] [[κύβος]]» — ο [[αριθμός]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[κύβος]] ενός ακέραιου αριθμού («ο [[αριθμός]] 8 [[είναι]] [[τέλειος]] [[κύβος]] [[γιατί]] [[είναι]] ο [[κύβος]] του ακεραίου 2»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλευρά]] του ζαριού που φέρει μία μόνο [[κουκκίδα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] που έχει κυβικό [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] παστωμένου ψαριού<br /><b>4.</b> [[είδος]] πίτας ή ζυμαρικού με κυβικό [[σχήμα]]<br /><b>5.</b> η [[κοιλότητα]] τών ζώων που βρίσκεται [[πάνω]] από τον μηρό<br /><b>6.</b> [[μέρος]] αρδευτικής μηχανής<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κύβοι</i><br /><i>το</i> [[κυβείον]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «άναρρίπτω κύβον» — [[ριψοκινδυνεύω]] παίρνοντας τολμηρή [[απόφαση]]<br />β) «ἔσχατον κύβον [[ἀφίημι]]» — [[δοκιμάζω]] την [[τύχη]] μου για τελευταία [[φορά]]<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> «ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι» — [[ποτέ]] τα έργα του [[Διός]] δεν [[είναι]] τυχαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με γοτθ. <i>hups</i> «[[ισχίο]]», λατ. <i>cubitus</i> «[[αγκώνας]]», που βασίζεται στη σημ. της λ. [[κύδος]] «[[κοιλότητα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από τον μηρό τών ζώων», δεν φαίνεται πολύ πειστική. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cubus</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυβεύω]], [[κυβίζω]], [[κυβικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυβίας]], [[κύβιον]], [[κυβοστός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυβεών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κυβοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυβεπίκυβος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυβόκυβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κυβόλεξο]], [[κυβόλιθος]], [[κυβομαντεία]], [[κυβόμετρο]]. | |mltxt=ο (AM [[κύβος]])<br /><b>1.</b> ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι [[δώδεκα]] ακμές [[είναι]] ίσες και όλες οι έδρες, έξι τον αριθμό, [[είναι]] ίσα [[μεταξύ]] τους τετράγωνα («ἐν τῷ τετραγώνῳ γεννᾱσθαι τὸν κύβον, ἑδραιότατον... [[σῶμα]]», Τίμ. Λουρ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[τεμάχιο]] από [[στερεά]] ύλη το οποίο έχει χαραγμένες σε καθεμιά από τις πλευρές του μία έως έξι κουκκίδες και χρησιμεύει για [[τυχερά]] παιχνίδια, [[ζάρι]] («ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους... τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι», Λυσ.)<br /><b>3.</b> το γινόμενο που προκύπτει από τον διπλό πολλαπλασιασμό αριθμού επί τον εαυτό του, αλλ. [[τρίτη]] [[δύναμη]] ή τριτοβάθμια [[δύναμη]] («το 64 [[είναι]] [[κύβος]] του αριθμού 4, [[δηλαδή]] 4 χ 4χ 4 = 64»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ο [[κύβος]] ερρίφθη» ή «ἀνερρίφθω [[κύβος]]» — πάρθηκε [[πλέον]] η κρίσιμη [[απόφαση]] ύστερα από πολλούς δισταγμούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τέλειος]] [[κύβος]]» — ο [[αριθμός]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[κύβος]] ενός ακέραιου αριθμού («ο [[αριθμός]] 8 [[είναι]] [[τέλειος]] [[κύβος]] [[γιατί]] [[είναι]] ο [[κύβος]] του ακεραίου 2»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλευρά]] του ζαριού που φέρει μία μόνο [[κουκκίδα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] που έχει κυβικό [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] παστωμένου ψαριού<br /><b>4.</b> [[είδος]] πίτας ή ζυμαρικού με κυβικό [[σχήμα]]<br /><b>5.</b> η [[κοιλότητα]] τών ζώων που βρίσκεται [[πάνω]] από τον μηρό<br /><b>6.</b> [[μέρος]] αρδευτικής μηχανής<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κύβοι</i><br /><i>το</i> [[κυβείον]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «άναρρίπτω κύβον» — [[ριψοκινδυνεύω]] παίρνοντας τολμηρή [[απόφαση]]<br />β) «ἔσχατον κύβον [[ἀφίημι]]» — [[δοκιμάζω]] την [[τύχη]] μου για τελευταία [[φορά]]<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> «ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι» — [[ποτέ]] τα έργα του [[Διός]] δεν [[είναι]] τυχαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με γοτθ. <i>hups</i> «[[ισχίο]]», λατ. <i>cubitus</i> «[[αγκώνας]]», που βασίζεται στη σημ. της λ. [[κύδος]] «[[κοιλότητα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από τον μηρό τών ζώων», δεν φαίνεται πολύ πειστική. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>cubus</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυβεύω]], [[κυβίζω]], [[κυβικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυβίας]], [[κύβιον]], [[κυβοστός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυβεών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κυβοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυβεπίκυβος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυβόκυβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κυβόλεξο]], [[κυβόλιθος]], [[κυβομαντεία]], [[κυβόμετρο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κύβος:''' [ῠ], ὁ, Λατ. [[cubus]], [[κύβος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κυβικό [[ζάρι]], σημειωμένο και στις έξι πλευρές του (ενώ ο [[ἀστράγαλος]] ήταν [[σημειωμένος]] μόνο στις [[τέσσερις]]), στον πληθ., ζάρια, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οι Έλληνες έριχναν [[τρία]] ζάρια, έτσι ώστε <i>τρὶς ἕξ</i>, [[τρία]] εξάρια ήταν η πιο υψηλή [[ζαριά]], σε Αισχύλ., Πλάτ.· <i>κρίνειν τι ἐν κύβοις</i>, να το αποφασίσουν με το [[ζάρι]], στην [[τύχη]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, λέγεται και για τις μεμονωμένες κουκίδες του ζαριού, βέβληκ' Ἀχιλλεὺς [[δύο]] κύβω καὶ [[τέσσαρα]], έριξε [[δύο]] άσσους και ένα [[τέσσερα]], σε Αισχύλ. [[παρά]] Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αριθμός]] εις τον κύβο, δηλ. [[αριθμός]] που τριπλασιάζεται με τον εαυτό του, όπως το 27 είναι ο [[κύβος]] του 3, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |