Anonymous

κωμητικός: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_10)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωμητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἤ ἁρμόζων εἰς κωμήτην, Συνέσ. 171Β.
|lstext='''κωμητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἤ ἁρμόζων εἰς κωμήτην, Συνέσ. 171Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[κωμητικός]], -ή, -όν (AM) [[κωμήτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κώμη]] («κωμητικὰ τείχη», <b>Συνέσ.</b>).
}}
}}