κωμητικός
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
κωμητική, κωμητικόν,
A of a κώμη, τὰ κ. funds of the κ., PRyl.221.29 (iii A.D.), PTeb.340i10 (iii A.D.); κ. κατάστασις Just.Nov.38.6; delivered by a κ., χόρτος Sammelb.4496.18 (vi A.D.).
II rustic, peasant, γύναιον Porph. Chr.64.
German (Pape)
[Seite 1544] das Dorf, den Dorfbewohner betreffend, ihm eigen oder angemessen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωμητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἤ ἁρμόζων εἰς κωμήτην, Συνέσ. 171Β.
Greek Monolingual
κωμητικός, -ή, -όν (AM) κωμήτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κώμη («κωμητικὰ τείχη», Συνέσ.).