Anonymous

κυανοβόστρυχος: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_17)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυᾰνοβόστρυχος''': -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ.
|lstext='''κυᾰνοβόστρυχος''': -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυανοβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, [[μαυρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-[[βόστρυχος]], <i>μυρο</i>-[[βόστρυχος]])].
}}
}}