κυανοβόστρυχος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
German (Pape)
[Seite 1521] schwarzlockig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοβόστρυχος: -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κυανοβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, μαυρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βόστρυχος «μπούκλα» (πρβλ. ελικοβόστρυχος, μυροβόστρυχος)].