Anonymous

κυανάντυξ: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_22)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυᾰνάντυξ''': -υγος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κυανοῦν, βαθύχρουν θόλον, οὐρανὸς Συνεσ. Ὕμν. 9. 45.
|lstext='''κυᾰνάντυξ''': -υγος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κυανοῦν, βαθύχρουν θόλον, οὐρανὸς Συνεσ. Ὕμν. 9. 45.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυανάντυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει κυανό θόλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄντυξ]], -<i>υγος</i> «[[θόλος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[άντυξ]], <i>λευκ</i>-[[άντυξ]]].
}}
}}