κυανάντυξ
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
German (Pape)
[Seite 1521] υγος, von dunkelblauer Rundung, οὐρανός, Synes. H. 9, 45.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνάντυξ: -υγος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κυανοῦν, βαθύχρουν θόλον, οὐρανὸς Συνεσ. Ὕμν. 9. 45.
Greek Monolingual
κυανάντυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό θόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄντυξ, -υγος «θόλος» (πρβλ. ευάντυξ, λευκάντυξ].