Anonymous

κρωβύλος: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> touffe de cheveux sur le sommet de la tête, sorte de toupet;<br /><b>2</b> crinière sur le sommet d’un casque.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> touffe de cheveux sur le sommet de la tête, sorte de toupet;<br /><b>2</b> crinière sur le sommet d’un casque.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κρωβύλος]])<br />[[πλεξίδα]] μαλλιών δεμένη στην [[κορυφή]] του κεφαλιού, [[κόρυμβος]], κν. [[κότσος]] («χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αθήνα) η [[διακόσμηση]] τών μαλλιών τών νέων που είχαν ευγενή [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) το [[τρίχωμα]] του αιδοίου<br /><b>3.</b> [[θύσανος]] τριχών αλόγου στην [[κορυφή]] κράνους<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Κρωβύλος</i><br />σκωπτικό [[παρωνύμιο]] του Αθηναίου ρήτορα Ηγησίππου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «Κρωβύλου ζεῡγος» — λεγόταν για τους υπερβολικά πονηρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως και ετυμολ.].
}}
}}