Anonymous

κρωβύλος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κρωβύλος]])<br />[[πλεξίδα]] μαλλιών δεμένη στην [[κορυφή]] του κεφαλιού, [[κόρυμβος]], κν. [[κότσος]] («χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αθήνα) η [[διακόσμηση]] τών μαλλιών τών νέων που είχαν ευγενή [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) το [[τρίχωμα]] του αιδοίου<br /><b>3.</b> [[θύσανος]] τριχών αλόγου στην [[κορυφή]] κράνους<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Κρωβύλος</i><br />σκωπτικό [[παρωνύμιο]] του Αθηναίου ρήτορα Ηγησίππου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «Κρωβύλου ζεῡγος» — λεγόταν για τους υπερβολικά πονηρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως και ετυμολ.].
|mltxt=ο (Α [[κρωβύλος]])<br />[[πλεξίδα]] μαλλιών δεμένη στην [[κορυφή]] του κεφαλιού, [[κόρυμβος]], κν. [[κότσος]] («χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αθήνα) η [[διακόσμηση]] τών μαλλιών τών νέων που είχαν ευγενή [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) το [[τρίχωμα]] του αιδοίου<br /><b>3.</b> [[θύσανος]] τριχών αλόγου στην [[κορυφή]] κράνους<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Κρωβύλος</i><br />σκωπτικό [[παρωνύμιο]] του Αθηναίου ρήτορα Ηγησίππου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «Κρωβύλου ζεῡγος» — λεγόταν για τους υπερβολικά πονηρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως και ετυμολ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρωβύλος:''' [ῠ], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κόμπος]] ή [[πλέγμα]] από [[τρίχες]] στην [[κορυφή]] του κεφαλιού, σε Θουκ., Ανθ.· επίσης [[τούφα]] μαλλιών, [[λοφίο]] περικεφαλαίας, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[παρατσούκλι]] του ρήτορα Ηγησίππου, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
}}
}}