Anonymous

λιπασμός: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_14)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπασμός''': ὁ, [[ἄλειμμα]], [[ἀλοιφή]], Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμάκ. 14. 2) τὸ πιαίνειν, παχύνειν, [[πάχυνσις]], Ἐκκλ.
|lstext='''λῐπασμός''': ὁ, [[ἄλειμμα]], [[ἀλοιφή]], Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμάκ. 14. 2) τὸ πιαίνειν, παχύνειν, [[πάχυνσις]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λιπασμός]]) [[λιπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για το [[έδαφος]]) [[λίπανση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πάχυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάλειψη]] με [[λίπος]].
}}
}}