λιπασμός
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
English (LSJ)
ὁ, anointing, Dsc.Alex.14, Paul.Aeg.2.48.
German (Pape)
[Seite 51] ὁ, das Fettmachen, Mästen, Sp., auch Düngen des Landes, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπασμός: ὁ, ἄλειμμα, ἀλοιφή, Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμάκ. 14. 2) τὸ πιαίνειν, παχύνειν, πάχυνσις, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (AM λιπασμός) λιπαίνω
νεοελλ.
(για το έδαφος) λίπανση
μσν.-αρχ.
πάχυνση
αρχ.
επάλειψη με λίπος.