Anonymous

λεπρικός: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_10)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπρικός''': -ή, -όν, διὰ τὴν λέπραν (δηλ. [[φάρμακον]]), Διοσκ. 1, 50, κτλ.
|lstext='''λεπρικός''': -ή, -όν, διὰ τὴν λέπραν (δηλ. [[φάρμακον]]), Διοσκ. 1, 50, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπρικός]], -ή, -όν) [[λέπρα]]<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τη [[λέπρα]] («λεπρικό [[εξάνθημα]]»).
}}
}}