Anonymous

μειρακιεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειρᾰκιεύομαι''': φέρομαι ὡς [[μειράκιον]], «παιδιαρίζω», ἀποθετ., Λατ. adolescenturire, Πλουτ. Ἀντών. 10, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 27. 9. κτλ.
|lstext='''μειρᾰκιεύομαι''': φέρομαι ὡς [[μειράκιον]], «παιδιαρίζω», ἀποθετ., Λατ. adolescenturire, Πλουτ. Ἀντών. 10, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 27. 9. κτλ.
}}
{{bailly
|btext=se conduire en jeune homme, être pétulant.<br />'''Étymologie:''' [[μεῖραξ]].
}}
}}