Anonymous

μεγεθουργός: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_17)
 
(24)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγεθουργός''': -όν, μεγαλουργός. Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 382, ϛʹ, 219, ἔκδ. Λ.
|lstext='''μεγεθουργός''': -όν, μεγαλουργός. Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 382, ϛʹ, 219, ἔκδ. Λ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγεθουργός]], -όν (Μ)<br />αυτός που επιχειρεί και εκτελεί μεγάλα έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
}}