μεγαλόβωλος: Difference between revisions

24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόβωλος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας βώλους, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 155.
|lstext='''μεγᾰλόβωλος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας βώλους, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 155.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόβωλος]], -ον (Α)<br />(για [[χώμα]]) αυτός που έχει μεγάλους βώλους, [[εύφορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βῶλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>βωλος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>βωλος</i>)].
}}
}}