μεγαλόβωλος
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
μεγαλόβωλον, with large clods, Sch.D Il.1.155.
German (Pape)
[Seite 105] großschollig, Schol. Il. 1, 155.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόβωλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας βώλους, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 155.
Greek Monolingual
μεγαλόβωλος, -ον (Α)
(για χώμα) αυτός που έχει μεγάλους βώλους, εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -βῶλος (πρβλ. καλλίβωλος, χρυσόβωλος)].