Anonymous

μαρμαρυγή: Difference between revisions

From LSJ
24
(Autenrieth)
(24)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[μαρμαρύσσω]] = [[μαρμαίρω]]): the [[quick]] [[twinkling]] of dancers' feet, pl., Od. 8.265†.
|auten=([[μαρμαρύσσω]] = [[μαρμαίρω]]): the [[quick]] [[twinkling]] of dancers' feet, pl., Od. 8.265†.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[μαρμαρυγή]])<br />[[λάμψη]], [[λαμπύρισμα]], [[ακτινοβολία]] («λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ [[χρυσός]]», Βακχυλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> παθολογική [[κατάσταση]] που χαρακτηρίζεται από [[διαδοχή]] τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών του μυοκαρδίου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαρμαρυγή]] τών κοιλιών»<br /><b>ιατρ.</b> σοβαρότατη [[μορφή]] καρδιακής ταχυαρρυθμίας που, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο<br />β) «[[μαρμαρυγή]] τών κόλπων»<br /><b>ιατρ.</b> [[μορφή]] καρδιακής ταχυαρρυθμίας που αφορά τους κόλπους της καρδιάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φωσφορισμοί που βλέπουν όσοι βρίσκονται σε εγκεφαλική [[έξαψη]] ή αυτοί που έχουν δεχθεί κάποιο [[χτύπημα]] στο [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] γρήγορη [[κίνηση]], όπως η [[κίνηση]] τών ποδιών τών χορευτών («μαρμαρυγὰς θηεῑτο ποδῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαρμαρ</i>- του [[μαρμαίρω]] «[[λάμπω]], [[αστράφτω]]» <span style="color: red;">+</span> εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>υγή</i>, [[κατά]] το [[ἀμαρυγή]]].
}}
}}