Anonymous

μεγαλοκαμπής: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_7)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοκαμπής''': -ές, ὁ ἔχων μεγάλην καμπήν, [[σφόδρα]] κεκαμμένος, Ὀρειβάσ. σ. 38 Mai.
|lstext='''μεγᾰλοκαμπής''': -ές, ὁ ἔχων μεγάλην καμπήν, [[σφόδρα]] κεκαμμένος, Ὀρειβάσ. σ. 38 Mai.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλοκαμπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[καμπή]], πολύ κεκαμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>καμπής</i>)].
}}
}}