μεγαλοκαμπής
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
μεγαλοκαμπές, with a large curve, Orib.45.6.6.
German (Pape)
[Seite 106] ές, sehr gekrümmt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκαμπής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην καμπήν, σφόδρα κεκαμμένος, Ὀρειβάσ. σ. 38 Mai.
Greek Monolingual
μεγαλοκαμπής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη καμπή, πολύ κεκαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω, πρβλ. ευκαμπής)].