Anonymous

μονοειδής: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’une seule sorte, simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />d’une seule sorte, simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μονοειδής]], -ές)<br />αυτός που αποτελεί ένα μόνο [[είδος]] ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[είδος]], [[απλός]], [[ομοιόμορφος]] («τότ' ἄν τις [[ἴδοι]] αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, [[εἴτε]] πολυειδὴς [[εἴτε]] [[μονοειδής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονοειδές</i><br />η [[ομοιομορφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοειδῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μονοειδή τρόπο, ομοιόμορφα<br /><b>2.</b> [[χωριστά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}