Anonymous

μονοειδής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοειδής''': -ές, ([[εἶδος]]) ὁ ἐξ ἑνὸς εἴδους ἢ σχήματος ἀποτελούμενος, [[ὁμοιόμορφος]], [[ἁπλοῦς]], Πλάτ. Πολ. 612Α, Φαίδων 78D, Συμπ. 211Α, κ. ἀλλ.· ― τὸ μονοειδές, τὸ ὁμοιόμορφον, Πολύβ. 9. 1, 2. ― Ἐπίρρ. μονοειδῶς, Ἰάμβλ. π. Μυστ. 4, 39, Πτολ. Τετράβ. 120, κλ.
|lstext='''μονοειδής''': -ές, ([[εἶδος]]) ὁ ἐξ ἑνὸς εἴδους ἢ σχήματος ἀποτελούμενος, [[ὁμοιόμορφος]], [[ἁπλοῦς]], Πλάτ. Πολ. 612Α, Φαίδων 78D, Συμπ. 211Α, κ. ἀλλ.· ― τὸ μονοειδές, τὸ ὁμοιόμορφον, Πολύβ. 9. 1, 2. ― Ἐπίρρ. μονοειδῶς, Ἰάμβλ. π. Μυστ. 4, 39, Πτολ. Τετράβ. 120, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’une seule sorte, simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[εἶδος]].
}}
}}