3,277,286
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονοειδής''': -ές, ([[εἶδος]]) ὁ ἐξ ἑνὸς εἴδους ἢ σχήματος ἀποτελούμενος, [[ὁμοιόμορφος]], [[ἁπλοῦς]], Πλάτ. Πολ. 612Α, Φαίδων 78D, Συμπ. 211Α, κ. ἀλλ.· ― τὸ μονοειδές, τὸ ὁμοιόμορφον, Πολύβ. 9. 1, 2. ― Ἐπίρρ. μονοειδῶς, Ἰάμβλ. π. Μυστ. 4, 39, Πτολ. Τετράβ. 120, κλ. | |lstext='''μονοειδής''': -ές, ([[εἶδος]]) ὁ ἐξ ἑνὸς εἴδους ἢ σχήματος ἀποτελούμενος, [[ὁμοιόμορφος]], [[ἁπλοῦς]], Πλάτ. Πολ. 612Α, Φαίδων 78D, Συμπ. 211Α, κ. ἀλλ.· ― τὸ μονοειδές, τὸ ὁμοιόμορφον, Πολύβ. 9. 1, 2. ― Ἐπίρρ. μονοειδῶς, Ἰάμβλ. π. Μυστ. 4, 39, Πτολ. Τετράβ. 120, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />d’une seule sorte, simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |