3,274,216
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταπορεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι, ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ.· [[ὑπάγω]] κατόπιν, ἀκολουθῶ, ὡς τὸ [[μετέρχομαι]], ἔχθραν Λυσ. 187· 1: [[καταδιώκω]], τιμωρῶ, ἀσέβειαν Πολύβ. 1. 88, 9. κτλ. 2) ἐπιζητῶ τι, ζητῶ νὰ ἀποκτήσω, Λατ. ambire, ἀρχὴν Πολύβ. 10. 4, 2. ΙΙ. [[ὑπάγω]] ἐξ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, [[μεταναστεύω]], μετοικῶ, Πλάτ. Νόμ. 904C. | |lstext='''μεταπορεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι, ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ.· [[ὑπάγω]] κατόπιν, ἀκολουθῶ, ὡς τὸ [[μετέρχομαι]], ἔχθραν Λυσ. 187· 1: [[καταδιώκω]], τιμωρῶ, ἀσέβειαν Πολύβ. 1. 88, 9. κτλ. 2) ἐπιζητῶ τι, ζητῶ νὰ ἀποκτήσω, Λατ. ambire, ἀρχὴν Πολύβ. 10. 4, 2. ΙΙ. [[ὑπάγω]] ἐξ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, [[μεταναστεύω]], μετοικῶ, Πλάτ. Νόμ. 904C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=poursuivre par vengeance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], πορεύομαι. | |||
}} | }} |