Anonymous

μεταπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπορεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι, ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ.· [[ὑπάγω]] κατόπιν, ἀκολουθῶ, ὡς τὸ [[μετέρχομαι]], ἔχθραν Λυσ. 187· 1: [[καταδιώκω]], τιμωρῶ, ἀσέβειαν Πολύβ. 1. 88, 9. κτλ. 2) ἐπιζητῶ τι, ζητῶ νὰ ἀποκτήσω, Λατ. ambire, ἀρχὴν Πολύβ. 10. 4, 2. ΙΙ. [[ὑπάγω]] ἐξ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, [[μεταναστεύω]], μετοικῶ, Πλάτ. Νόμ. 904C.
|lstext='''μεταπορεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι, ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ.· [[ὑπάγω]] κατόπιν, ἀκολουθῶ, ὡς τὸ [[μετέρχομαι]], ἔχθραν Λυσ. 187· 1: [[καταδιώκω]], τιμωρῶ, ἀσέβειαν Πολύβ. 1. 88, 9. κτλ. 2) ἐπιζητῶ τι, ζητῶ νὰ ἀποκτήσω, Λατ. ambire, ἀρχὴν Πολύβ. 10. 4, 2. ΙΙ. [[ὑπάγω]] ἐξ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, [[μεταναστεύω]], μετοικῶ, Πλάτ. Νόμ. 904C.
}}
{{bailly
|btext=poursuivre par vengeance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], πορεύομαι.
}}
}}