Anonymous

ἀκατάκριτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(T22)
(2)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[κατακρίνω]]), uncondemned; punished [[without]] [[being]] [[tried]]: Acts 22:25. (Not [[found]] in [[secular]] writings.)  
|txtha=([[κατακρίνω]]), uncondemned; punished [[without]] [[being]] [[tried]]: Acts 22:25. (Not [[found]] in [[secular]] writings.)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάκριτος]], -ον) [[κατακρίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καταδικαστεί<br /><b>2.</b> που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀκατακρίτως</i><br />[[χωρίς]] [[κατάκριση]], ελεύθερα, άφοβα<br />«ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος).
}}
}}