Anonymous

ἀκάρπιστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[estéril]] πεδία del mar, E.<i>Ph</i>.210.
|dgtxt=-ον [[estéril]] πεδία del mar, E.<i>Ph</i>.210.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάρπιστος]], -ον) [[καρπίζω]]<br /><i>ο</i> [[άκαρπος]], ο [[άγονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καρπίσει [[ακόμη]], που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί<br /><b>2.</b> ο [[ανώφελος]], [[εκείνος]] που δεν προσφέρει [[τίποτε]].
}}
}}