3,277,759
edits
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάρπιστος]], -ον) [[καρπίζω]]<br /><i>ο</i> [[άκαρπος]], ο [[άγονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καρπίσει [[ακόμη]], που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί<br /><b>2.</b> ο [[ανώφελος]], [[εκείνος]] που δεν προσφέρει [[τίποτε]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάρπιστος]], -ον) [[καρπίζω]]<br /><i>ο</i> [[άκαρπος]], ο [[άγονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καρπίσει [[ακόμη]], που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί<br /><b>2.</b> ο [[ανώφελος]], [[εκείνος]] που δεν προσφέρει [[τίποτε]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκάρπιστος:''' -ον ([[καρπίζω]]), ο [[τόπος]] όπου δεν υπάρχει [[τίποτα]] για [[κοπή]], για θερισμό, για δρέψιμο, [[τόπος]] [[άκαρπος]]· λέγεται για τη [[θάλασσα]], όπως το [[ἀτρύγητος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |