Anonymous

ἄκμων: Difference between revisions

From LSJ
3,506 bytes added ,  29 September 2017
2
(big3_2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ονος, ὁ<br />zool.<br /><b class="num">1</b> una especie de [[águila]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> cierto [[lobo]] (aunque la descripción responde a las águilas de A.<i>A</i>.111-20), Opp.<i>C</i>.3.326.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá del egip. <i>a-khom</i>, <i>akhmu</i> ‘cualquier divinidad en forma de animal’ de ahí que signifique al tiempo ‘lobo’ y ‘águila’.<br />-ονος, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[yunque]] ἦλθε δὲ χαλκεὺς ... ἔχων ... ἄκμονα <i>Od</i>.3.434, [[ἐννέα]] γὰρ νύκτας καὶ ἤματα χάλκεος ἄ. οὐρανόθεν κατιών Hes.<i>Th</i>.722, 724, Hdt.1.68, Arist.<i>GA</i> 789<sup>b</sup>11, <i>Aud</i>.802<sup>b</sup>42, <i>PGoodsp.Cair</i>.30.22.11<br /><b class="num">•</b>de yunques míticos, el de Hefesto <i>Il</i>.18.476, <i>Od</i>.8.274, Call.<i>Fr</i>.115.17, A.R.3.41, 4.761, E.<i>El</i>.443, el de Brontes σφυρήλατον ἄκμονα Nonn.<i>D</i>.28.205<br /><b class="num">•</b>fig. de un verso Πιερίδων χαλκευτὸν ἐν ἄκμοσι forjado en los yunques de las Musas</i>, <i>AP</i> 7.409 (Antip.Sid.), ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν forja tu lengua en el yunque de la verdad</i> Pi.<i>P</i>.1.86<br /><b class="num">•</b>fig. de pers. [[fuerte]], [[resistente]] física o moralmente, de guerreros λόγχης ἄκμονες yunques de la lanza</i>, resistentes a los golpes</i> A.<i>Pers</i>.51, de Heracles Τιρύνθιος [[ἄκμων]] Call.<i>Dian</i>.146, de un parásito, Aristopho 5.6, ἡ καρδία [[αὐτοῦ]] ... ἕστηκεν δὲ ὥσπερ [[ἄκμων]] [[ἀνήλατος]] LXX <i>Ib</i>.41.16, στῆθι [[ἑδραῖος]] ὡς ἄ. τυπτόμενος mantente firme en tu sitio como un yunque golpeado</i> Ign.<i>Pol</i>.3.1.<br /><b class="num">2</b> chipr. [[mano de mortero]] Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[cabeza de ariete]] Apollod.<i>Poliorc</i>.161.4.<br /><b class="num">3</b> identificado como el [[cielo]] y el [[éter]] (por ser originalmente tal vez [[piedra de rayo]]) Hsch., <i>Epim.Hom.Alph</i>.α 313, v. [[Ἄκμων]].<br /><b class="num">II</b> entre los pitagóricos, el número [[seis]], <i>Theol.Ar</i>.37.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἄκων]], -οντος, ὁ.
|dgtxt=-ονος, ὁ<br />zool.<br /><b class="num">1</b> una especie de [[águila]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> cierto [[lobo]] (aunque la descripción responde a las águilas de A.<i>A</i>.111-20), Opp.<i>C</i>.3.326.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá del egip. <i>a-khom</i>, <i>akhmu</i> ‘cualquier divinidad en forma de animal’ de ahí que signifique al tiempo ‘lobo’ y ‘águila’.<br />-ονος, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[yunque]] ἦλθε δὲ χαλκεὺς ... ἔχων ... ἄκμονα <i>Od</i>.3.434, [[ἐννέα]] γὰρ νύκτας καὶ ἤματα χάλκεος ἄ. οὐρανόθεν κατιών Hes.<i>Th</i>.722, 724, Hdt.1.68, Arist.<i>GA</i> 789<sup>b</sup>11, <i>Aud</i>.802<sup>b</sup>42, <i>PGoodsp.Cair</i>.30.22.11<br /><b class="num">•</b>de yunques míticos, el de Hefesto <i>Il</i>.18.476, <i>Od</i>.8.274, Call.<i>Fr</i>.115.17, A.R.3.41, 4.761, E.<i>El</i>.443, el de Brontes σφυρήλατον ἄκμονα Nonn.<i>D</i>.28.205<br /><b class="num">•</b>fig. de un verso Πιερίδων χαλκευτὸν ἐν ἄκμοσι forjado en los yunques de las Musas</i>, <i>AP</i> 7.409 (Antip.Sid.), ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν forja tu lengua en el yunque de la verdad</i> Pi.<i>P</i>.1.86<br /><b class="num">•</b>fig. de pers. [[fuerte]], [[resistente]] física o moralmente, de guerreros λόγχης ἄκμονες yunques de la lanza</i>, resistentes a los golpes</i> A.<i>Pers</i>.51, de Heracles Τιρύνθιος [[ἄκμων]] Call.<i>Dian</i>.146, de un parásito, Aristopho 5.6, ἡ καρδία [[αὐτοῦ]] ... ἕστηκεν δὲ ὥσπερ [[ἄκμων]] [[ἀνήλατος]] LXX <i>Ib</i>.41.16, στῆθι [[ἑδραῖος]] ὡς ἄ. τυπτόμενος mantente firme en tu sitio como un yunque golpeado</i> Ign.<i>Pol</i>.3.1.<br /><b class="num">2</b> chipr. [[mano de mortero]] Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[cabeza de ariete]] Apollod.<i>Poliorc</i>.161.4.<br /><b class="num">3</b> identificado como el [[cielo]] y el [[éter]] (por ser originalmente tal vez [[piedra de rayo]]) Hsch., <i>Epim.Hom.Alph</i>.α 313, v. [[Ἄκμων]].<br /><b class="num">II</b> entre los pitagóricos, el número [[seis]], <i>Theol.Ar</i>.37.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἄκων]], -οντος, ὁ.
}}
{{grml
|mltxt=(-ονος), ο (Α [[ἄκμων]])<br />σιδερένια [[βάση]], [[επάνω]] στην οποία γίνεται η [[επεξεργασία]] μεταλλικών αντικειμένων (κν. [[αμόνι]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετεωρόλιθος]], [[κεραυνός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br /><b>3.</b> [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] αετού<br /><b>5.</b> [[είδος]] λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἄκμων]], που σήμαινε στην αρχαία «το [[αμόνι]]» (σημειώνουμε πως η σημερινή, ήδη μεσαιωνική, λ. [[αμόνι]] προήλθε από τον υποκοριστικό τ. του [[ἄκμων]]<br />[[ἀκμόνιον]] &GT; <i>ἀγμόνιον</i> &GT; <i>ἀμόνι</i>(<i>ν</i>)<br /><b>βλ. λ.</b> [[αμόνι]]), ετυμολογικά συνδέεται με μια [[σειρά]] από ομόρριζες λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που δήλωναν «την [[πέτρα]], τον λίθο» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>aśman</i> «[[λίθος]], [[βράχος]] -[[ουρανός]]» και <i>aśmaka</i>- «[[πέτρινος]]», λιθ. <i>akmuo</i> «[[λίθος]]» <b>κ.ά.</b>). Άρα και το ελλην. [[ἄκμων]] θα σήμαινε αρχικά «την [[πέτρα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. το «[[χάλκεος]] [[ἄκμων]]» του Ησιόδου που χρησιμοποιείται για έναν μετεωρίτη λίθο), ενώ η σημ. «[[αμόνι]]» θα [[είναι]] [[υστερογενής]] και θα προήλθε πιθ. συνεκδοχικά από το υλικό [[αυτού]] του εργαλείου, που αρχικά φαίνεται πως ήταν η [[πέτρα]] (από τη σημ. δηλ. «πέτρινο [[αμόνι]]» πέρασε [[μετά]] στη σημ. «[[αμόνι]]», από όπου [[μετά]] και χάλκινο, σιδερένιο [[αμόνι]]). Από την τυπολογική για το ελλην. [[ἄκμων]], όσο και από τη σημασιολογική για αρκετές συναφείς λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[αιχμηρός]]» ([[ήτοι]] <i>ἄκ</i>-<i>μων</i>: <i>ἄκ</i>-<i>ρος</i>, <i>ἀκ</i>-<i>μή</i>, <i>ἀκ</i>-<i>ή</i>, <i>ἄκ</i>-<i>ων</i> κ.λπ.<br />λιθ. <i>ašmens</i> «[[κόψη]], [[αιχμή]]»: λιθ. <i>akmu</i><i>ō</i> «[[λίθος]]» <b>κ.λπ.</b>), μπορεί να υποστηριχθεί η πρώιμη [[επίδραση]] τών παραγώγων της ρίζας <i>ακ</i>- [[πάνω]] στη [[σειρά]] τών λέξεων [[ἄκμων]], Λιθουανικά akmuo <b>κ.τ.ό.</b> που σημαίνουν, όπως είπαμε, αρχικά «την [[πέτρα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακόνι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκμοθέτης]], [[ἀκμόθετον]]. Για τη [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i> <b>βλ.</b> [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
}}