3,277,206
edits
(2) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-ονος), ο (Α [[ἄκμων]])<br />σιδερένια [[βάση]], [[επάνω]] στην οποία γίνεται η [[επεξεργασία]] μεταλλικών αντικειμένων (κν. [[αμόνι]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετεωρόλιθος]], [[κεραυνός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br /><b>3.</b> [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] αετού<br /><b>5.</b> [[είδος]] λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἄκμων]], που σήμαινε στην αρχαία «το [[αμόνι]]» (σημειώνουμε πως η σημερινή, ήδη μεσαιωνική, λ. [[αμόνι]] προήλθε από τον υποκοριστικό τ. του [[ἄκμων]]<br />[[ἀκμόνιον]] > <i>ἀγμόνιον</i> > <i>ἀμόνι</i>(<i>ν</i>)<br /><b>βλ. λ.</b> [[αμόνι]]), ετυμολογικά συνδέεται με μια [[σειρά]] από ομόρριζες λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που δήλωναν «την [[πέτρα]], τον λίθο» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>aśman</i> «[[λίθος]], [[βράχος]] -[[ουρανός]]» και <i>aśmaka</i>- «[[πέτρινος]]», λιθ. <i>akmuo</i> «[[λίθος]]» <b>κ.ά.</b>). Άρα και το ελλην. [[ἄκμων]] θα σήμαινε αρχικά «την [[πέτρα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. το «[[χάλκεος]] [[ἄκμων]]» του Ησιόδου που χρησιμοποιείται για έναν μετεωρίτη λίθο), ενώ η σημ. «[[αμόνι]]» θα [[είναι]] [[υστερογενής]] και θα προήλθε πιθ. συνεκδοχικά από το υλικό [[αυτού]] του εργαλείου, που αρχικά φαίνεται πως ήταν η [[πέτρα]] (από τη σημ. δηλ. «πέτρινο [[αμόνι]]» πέρασε [[μετά]] στη σημ. «[[αμόνι]]», από όπου [[μετά]] και χάλκινο, σιδερένιο [[αμόνι]]). Από την τυπολογική για το ελλην. [[ἄκμων]], όσο και από τη σημασιολογική για αρκετές συναφείς λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[αιχμηρός]]» ([[ήτοι]] <i>ἄκ</i>-<i>μων</i>: <i>ἄκ</i>-<i>ρος</i>, <i>ἀκ</i>-<i>μή</i>, <i>ἀκ</i>-<i>ή</i>, <i>ἄκ</i>-<i>ων</i> κ.λπ.<br />λιθ. <i>ašmens</i> «[[κόψη]], [[αιχμή]]»: λιθ. <i>akmu</i><i>ō</i> «[[λίθος]]» <b>κ.λπ.</b>), μπορεί να υποστηριχθεί η πρώιμη [[επίδραση]] τών παραγώγων της ρίζας <i>ακ</i>- [[πάνω]] στη [[σειρά]] τών λέξεων [[ἄκμων]], Λιθουανικά akmuo <b>κ.τ.ό.</b> που σημαίνουν, όπως είπαμε, αρχικά «την [[πέτρα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακόνι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκμοθέτης]], [[ἀκμόθετον]]. Για τη [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i> <b>βλ.</b> [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | |mltxt=(-ονος), ο (Α [[ἄκμων]])<br />σιδερένια [[βάση]], [[επάνω]] στην οποία γίνεται η [[επεξεργασία]] μεταλλικών αντικειμένων (κν. [[αμόνι]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετεωρόλιθος]], [[κεραυνός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br /><b>3.</b> [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] αετού<br /><b>5.</b> [[είδος]] λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἄκμων]], που σήμαινε στην αρχαία «το [[αμόνι]]» (σημειώνουμε πως η σημερινή, ήδη μεσαιωνική, λ. [[αμόνι]] προήλθε από τον υποκοριστικό τ. του [[ἄκμων]]<br />[[ἀκμόνιον]] > <i>ἀγμόνιον</i> > <i>ἀμόνι</i>(<i>ν</i>)<br /><b>βλ. λ.</b> [[αμόνι]]), ετυμολογικά συνδέεται με μια [[σειρά]] από ομόρριζες λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που δήλωναν «την [[πέτρα]], τον λίθο» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>aśman</i> «[[λίθος]], [[βράχος]] -[[ουρανός]]» και <i>aśmaka</i>- «[[πέτρινος]]», λιθ. <i>akmuo</i> «[[λίθος]]» <b>κ.ά.</b>). Άρα και το ελλην. [[ἄκμων]] θα σήμαινε αρχικά «την [[πέτρα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. το «[[χάλκεος]] [[ἄκμων]]» του Ησιόδου που χρησιμοποιείται για έναν μετεωρίτη λίθο), ενώ η σημ. «[[αμόνι]]» θα [[είναι]] [[υστερογενής]] και θα προήλθε πιθ. συνεκδοχικά από το υλικό [[αυτού]] του εργαλείου, που αρχικά φαίνεται πως ήταν η [[πέτρα]] (από τη σημ. δηλ. «πέτρινο [[αμόνι]]» πέρασε [[μετά]] στη σημ. «[[αμόνι]]», από όπου [[μετά]] και χάλκινο, σιδερένιο [[αμόνι]]). Από την τυπολογική για το ελλην. [[ἄκμων]], όσο και από τη σημασιολογική για αρκετές συναφείς λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[αιχμηρός]]» ([[ήτοι]] <i>ἄκ</i>-<i>μων</i>: <i>ἄκ</i>-<i>ρος</i>, <i>ἀκ</i>-<i>μή</i>, <i>ἀκ</i>-<i>ή</i>, <i>ἄκ</i>-<i>ων</i> κ.λπ.<br />λιθ. <i>ašmens</i> «[[κόψη]], [[αιχμή]]»: λιθ. <i>akmu</i><i>ō</i> «[[λίθος]]» <b>κ.λπ.</b>), μπορεί να υποστηριχθεί η πρώιμη [[επίδραση]] τών παραγώγων της ρίζας <i>ακ</i>- [[πάνω]] στη [[σειρά]] τών λέξεων [[ἄκμων]], Λιθουανικά akmuo <b>κ.τ.ό.</b> που σημαίνουν, όπως είπαμε, αρχικά «την [[πέτρα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακόνι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκμοθέτης]], [[ἀκμόθετον]]. Για τη [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i> <b>βλ.</b> [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκμων:''' -ονος, ὁ, αρχικά πιθ.<br /><b class="num">I.</b> [[κεραυνός]], [[αστροπελέκι]], [[μετεωρίτης]], [[ἄκμων]] [[οὐρανόθεν]] [[κατιών]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμόνι]] σιδηρουργού, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγχης ἄκμονες</i>, ισχυρά αμόνια ικανά να αντέχουν στα χτυπήματα, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |