3,277,228
edits
(big3_3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ᾶντος, ὁ<br />[[morcilla]] ὥσπερ ἀλλᾶντα ψύχων como quien pone una morcilla a secar</i> (comparación obs.), Hippon.80.17, cf. Ar.<i>Eq</i>.432, Epich.85.416Au.<br /><b class="num">•</b>hecha de sangre, carne y especias [[αἱματοπώτης]] ἔσθ' ὅ τ' [[ἀλλᾶς]] χὡ δράκων Ar.<i>Eq</i>.208, cf. 207, ἐξ ἀγορᾶς ... οἰσόμεθ' (cj.) ... ἀλλᾶντας Crates Com.17, πωλεῖν ἀ. Ar.<i>Eq</i>.161, 201, πνεύμων, [[ἀλλᾶς]] τε bofe y morcilla</i> Eub.63.7, ἀλλᾶντας ὠνούμενος Philostr.<i>VS</i> 541, ἀλλᾶντα ἐνέσαττεν Alciphr.3.4.4<br /><b class="num">•</b>frec. en rodajas ἀλλάντων τόμοι Pherecr.108.8, ἀλλᾶντα τέμνων Axionic.8.4, δύο τεμάχη τοῦ ἀλλᾶντος Luc.<i>Gall</i>.14<br /><b class="num">•</b>adulteradas a base de mulo muerto, Procop.<i>Goth</i>.2.3.11.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Tal vez de un ἀλλᾱ- rel. c. o. <i>allo</i>-, lat. <i>alium</i> ‘ajo’. | |dgtxt=-ᾶντος, ὁ<br />[[morcilla]] ὥσπερ ἀλλᾶντα ψύχων como quien pone una morcilla a secar</i> (comparación obs.), Hippon.80.17, cf. Ar.<i>Eq</i>.432, Epich.85.416Au.<br /><b class="num">•</b>hecha de sangre, carne y especias [[αἱματοπώτης]] ἔσθ' ὅ τ' [[ἀλλᾶς]] χὡ δράκων Ar.<i>Eq</i>.208, cf. 207, ἐξ ἀγορᾶς ... οἰσόμεθ' (cj.) ... ἀλλᾶντας Crates Com.17, πωλεῖν ἀ. Ar.<i>Eq</i>.161, 201, πνεύμων, [[ἀλλᾶς]] τε bofe y morcilla</i> Eub.63.7, ἀλλᾶντας ὠνούμενος Philostr.<i>VS</i> 541, ἀλλᾶντα ἐνέσαττεν Alciphr.3.4.4<br /><b class="num">•</b>frec. en rodajas ἀλλάντων τόμοι Pherecr.108.8, ἀλλᾶντα τέμνων Axionic.8.4, δύο τεμάχη τοῦ ἀλλᾶντος Luc.<i>Gall</i>.14<br /><b class="num">•</b>adulteradas a base de mulo muerto, Procop.<i>Goth</i>.2.3.11.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Tal vez de un ἀλλᾱ- rel. c. o. <i>allo</i>-, lat. <i>alium</i> ‘ajo’. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλλᾶς]] (-ᾶντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[λουκάνικο]], [[αιματιά]], [[σουτζούκι]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> οι [[αλλάντες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλλᾶς]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, [[πράγμα]] που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν [[σχέση]] με τη [[μαγειρική]]. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀλλᾶ</i>-<i>Fεντ</i>-<i>ς</i>, απ’ όπου με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i>, [[συναίρεση]] (<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ε</i>) και [[αποβολή]] του συμπλέγματος -<i>ντ</i>- προ του -<i>ς</i>-, προήλθε ο τ. [[ἀλλᾶς]]. Είναι πιθανό να πρόκειται για δυτικής προελεύσεως (ιταλική ή σικελική), που [[είναι]] [[συγγενής]] με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[ἄλλην]] «[[λάχανον]] Ἰταλοί», [[καθώς]] και με το λατ. <i>alium</i> «[[σκόρδο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλλαντοειδής]], [[ἀλλαντοποιός]], [[ἀλλαντοπώλης]]]. | |||
}} | }} |