3,277,719
edits
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἁλ- <i>AP</i>, Hsch.; chipr. [[ἄλουα]] Hsch.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[huerto]], [[jardín]] νεοαρδέ' ἀλωήν <i>Il</i>.21.346, cf. 5.90, 9.534, Q.S.1.65, Nonn.<i>D</i>.17.83, <i>AP</i> 9.99 (Leon.), ἀλωαί· οἱ παράδεισοι Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. árboles, Theoc.25.30, A.R.3.158<br /><b class="num">•</b>esp. [[viña]], <i>Il</i>.18.561, <i>Od</i>.6.293, Theoc.1.46, cf. Hsch.s.u. [[ἀλωή]]<br /><b class="num">•</b>[[trigal]] Theoc.7.34, cf. Hsch.s.u. [[ἀλωή]].<br /><b class="num">2</b> [[era]] τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ <i>Il</i>.20.496, cf. <i>Il</i>.13.588, ἱερὰς κατ' ἀλωάς <i>Il</i>.5.499, εὐτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ Hes.<i>Op</i>.599, 806, cf. <i>Sc</i>.291, <i>AP</i> 7.532 (Isid.).<br /><b class="num">3</b> como [[complejo vitivinícola que incluye viña, lagar y pasero]], <i>Od</i>.7.122.<br /><b class="num">II</b> fig. Ποσειδάωνος ἀ. del mar, Opp.<i>H</i>.1.797.<br /><b class="num">III</b> [[halo]] del sol o la luna, Arat.811, 877.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Ninguna de las propuestas es convincente, etim. desc. | |dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἁλ- <i>AP</i>, Hsch.; chipr. [[ἄλουα]] Hsch.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[huerto]], [[jardín]] νεοαρδέ' ἀλωήν <i>Il</i>.21.346, cf. 5.90, 9.534, Q.S.1.65, Nonn.<i>D</i>.17.83, <i>AP</i> 9.99 (Leon.), ἀλωαί· οἱ παράδεισοι Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. árboles, Theoc.25.30, A.R.3.158<br /><b class="num">•</b>esp. [[viña]], <i>Il</i>.18.561, <i>Od</i>.6.293, Theoc.1.46, cf. Hsch.s.u. [[ἀλωή]]<br /><b class="num">•</b>[[trigal]] Theoc.7.34, cf. Hsch.s.u. [[ἀλωή]].<br /><b class="num">2</b> [[era]] τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ <i>Il</i>.20.496, cf. <i>Il</i>.13.588, ἱερὰς κατ' ἀλωάς <i>Il</i>.5.499, εὐτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ Hes.<i>Op</i>.599, 806, cf. <i>Sc</i>.291, <i>AP</i> 7.532 (Isid.).<br /><b class="num">3</b> como [[complejo vitivinícola que incluye viña, lagar y pasero]], <i>Od</i>.7.122.<br /><b class="num">II</b> fig. Ποσειδάωνος ἀ. del mar, Opp.<i>H</i>.1.797.<br /><b class="num">III</b> [[halo]] del sol o la luna, Arat.811, 877.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Ninguna de las propuestas es convincente, etim. desc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλωή]], η (Α) ([[επικός]] και [[μεταγενέστερος]] [[τύπος]] [[ἀλωά]], <b>[[πρβλ]].</b> αττ. τύπο [[ἅλως]])<br /><b>1.</b> το [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> [[έκταση]] φυτεμένη με αμπέλια, [[αμπελώνας]]<br /><b>3.</b> οποιαδήποτε καλλιεργημένη [[έκταση]], [[κήπος]], [[φυτεία]]<br /><b>4.</b> [[φωτεινός]] [[κύκλος]] [[γύρω]] από τον ήλιο ή το [[φεγγάρι]], «[[άλως]]», «[[αλώνι]]»<br /><b>5.</b> «Ποσειδάωνος [[ἀλωή]]» — η [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] δημιουργεί προβλήματα σχετικά με την ετυμολογική της [[προέλευση]] και την αρχική της [[σημασία]]. Στον Όμηρο απαντά με τη [[σημασία]] «[[τμήμα]] γης ισοπεδωμένο και καλλιεργημένο, [[κήπος]], [[περιβόλι]], [[αμπέλι]]», [[καθώς]] και «[[αλώνι]]». Στην κυπριακή διάλεκτο απαντά [[συνώνυμος]] τ. γενικής <i>alawo</i> «[[περιβόλι]], [[αμπέλι]]», που αντιστοιχεί σε τ. <i>ἀλFω</i>. Η [[διαλεκτική]] αυτή λ. αποτελεί και [[γλώσσα]] του Ησυχίου ([[ἄλουα]]<br />κήποι, κύπριοι). Στη [[Σικελία]] εξάλλου απαντά τ. <i>ἄλος</i> «[[κήπος]]». Μετονοματικά παράγωγα της λ. [[ἀλωή]] [[είναι]] οι ρηματικοί τ. [[ἀλοάω]] και το επικ. [[ἀλοιάω]] «[[αλωνίζω]]». Η [[βράχυνση]] του θεματικού φωνήεντος -ω- έγινε για [[αποφυγή]] εσωτερικής χασμωδίας. Αντίστοιχος [[αττικός]] τ. της λ. <i>ἀλωὴ</i> [[είναι]] το ουσ. [[ἅλως]], γεν. <i>ἅλω</i> και (αναλογικά) <i>ἅλωος</i>, αιτ. <i>ἅλω</i>, [[ἅλων]] και <i>ἅλωα</i> κ.λπ. Οι αττικόκλιτοι τ. [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαιότεροι. Μεταγενέστερα απαντά και τ. γεν. <i>ἅλωνος</i> (αναλογικός [[σχηματισμός]]), απ’ όπου προήλθε υποχωρητικά η ονομαστική [[ἅλων]], η οποία χρησιμοποιείται σπάνια. Η λ. [[ἅλως]] σήμανε το «[[αλώνι]]» και γενικότερα την «κυκλική [[επιφάνεια]]», από όπου και η [[έννοια]] «[[επιφάνεια]], φωτεινό [[περίγραμμα]] του φεγγαριού, του ήλιου κ.λπ.». Στην αρκαδική διάλεκτο η λ. <i>απαντά</i> και με τη [[σημασία]] «[[κήπος]]». Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως και [[επομένως]] η αρχική της [[σημασία]] [[είναι]] αβέβαιη. Είναι πιθ. να ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀλωF</i><i>ā</i>, όπως φαίνεται και από τον κυπρ. τ. <i>ἀλFω</i>. Κατά τον Schwyzer η αρχική [[σημασία]] της λ. ήταν «[[στρογγυλός]]». Ο [[ίδιος]] θεωρεί ότι ο τ. <i>ἀλωὴ</i> ανάγεται σε αρχική ΙΕ [[ρίζα]] walōw- <span style="color: red;"><</span> wel(n)- «[[στρέφω]], [[κυλίω]]», με την οποία συνδέονται [[επίσης]] και οι λ. [[εἰλύω]] «[[περιτυλίσσω]], [[περιβάλλω]]», [[ἅλυσις]]. Σύμφωνα με αυτή την [[άποψη]] όμως η λ. <i>ἀλωὴ</i> δεν [[πρέπει]] να έχει [[καμιά]] [[σχέση]] με το κυπρ. <i>ἀλFω</i> «[[κήπος]], [[περιβόλι]]», Επίσης με αυτό τον τρόπο δεν [[είναι]] δυνατό να ερμηνευθεί η [[χρήση]] του ουσ. <i>ἀλωὴ</i> στον Όμηρο με τη [[σημασία]] «[[κήπος]]». Η [[ετυμολογία]] της λ. <i>ἀλωὴ</i> θα [[πρέπει]] να ερμηνεύει και τις δύο διαφορετικές σημασίες της, δηλ. «[[αλώνι]]» και «[[κήπος]]», δεδομένου ότι και οι δύο αυτές σημασίες [[είναι]] [[εξίσου]] σπουδαίες και χρονικά συνυπάρχουν.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλως]], <b>αρχ.</b> <i>ἁλωεύς</i>]. | |||
}} | }} |