Anonymous

ἀλωή: Difference between revisions

From LSJ
468 bytes added ,  30 December 2018
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλωή]], η (Α) ([[επικός]] και [[μεταγενέστερος]] [[τύπος]] [[ἀλωά]], <b>[[πρβλ]].</b> αττ. τύπο [[ἅλως]])<br /><b>1.</b> το [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> [[έκταση]] φυτεμένη με αμπέλια, [[αμπελώνας]]<br /><b>3.</b> οποιαδήποτε καλλιεργημένη [[έκταση]], [[κήπος]], [[φυτεία]]<br /><b>4.</b> [[φωτεινός]] [[κύκλος]] [[γύρω]] από τον ήλιο ή το [[φεγγάρι]], «[[άλως]]», «[[αλώνι]]»<br /><b>5.</b> «Ποσειδάωνος [[ἀλωή]]» — η [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] δημιουργεί προβλήματα σχετικά με την ετυμολογική της [[προέλευση]] και την αρχική της [[σημασία]]. Στον Όμηρο απαντά με τη [[σημασία]] «[[τμήμα]] γης ισοπεδωμένο και καλλιεργημένο, [[κήπος]], [[περιβόλι]], [[αμπέλι]]», [[καθώς]] και «[[αλώνι]]». Στην κυπριακή διάλεκτο απαντά [[συνώνυμος]] τ. γενικής <i>alawo</i> «[[περιβόλι]], [[αμπέλι]]», που αντιστοιχεί σε τ. <i>ἀλFω</i>. Η [[διαλεκτική]] αυτή λ. αποτελεί και [[γλώσσα]] του Ησυχίου ([[ἄλουα]]<br />κήποι, κύπριοι). Στη [[Σικελία]] εξάλλου απαντά τ. <i>ἄλος</i> «[[κήπος]]». Μετονοματικά παράγωγα της λ. [[ἀλωή]] [[είναι]] οι ρηματικοί τ. [[ἀλοάω]] και το επικ. [[ἀλοιάω]] «[[αλωνίζω]]». Η [[βράχυνση]] του θεματικού φωνήεντος -ω- έγινε για [[αποφυγή]] εσωτερικής χασμωδίας. Αντίστοιχος [[αττικός]] τ. της λ. <i>ἀλωὴ</i> [[είναι]] το ουσ. [[ἅλως]], γεν. <i>ἅλω</i> και (αναλογικά) <i>ἅλωος</i>, αιτ. <i>ἅλω</i>, [[ἅλων]] και <i>ἅλωα</i> κ.λπ. Οι αττικόκλιτοι τ. [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαιότεροι. Μεταγενέστερα απαντά και τ. γεν. <i>ἅλωνος</i> (αναλογικός [[σχηματισμός]]), απ’ όπου προήλθε υποχωρητικά η ονομαστική [[ἅλων]], η οποία χρησιμοποιείται σπάνια. Η λ. [[ἅλως]] σήμανε το «[[αλώνι]]» και γενικότερα την «κυκλική [[επιφάνεια]]», από όπου και η [[έννοια]] «[[επιφάνεια]], φωτεινό [[περίγραμμα]] του φεγγαριού, του ήλιου κ.λπ.». Στην αρκαδική διάλεκτο η λ. <i>απαντά</i> και με τη [[σημασία]] «[[κήπος]]». Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως και [[επομένως]] η αρχική της [[σημασία]] [[είναι]] αβέβαιη. Είναι πιθ. να ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀλωF</i><i>ā</i>, όπως φαίνεται και από τον κυπρ. τ. <i>ἀλFω</i>. Κατά τον Schwyzer η αρχική [[σημασία]] της λ. ήταν «[[στρογγυλός]]». Ο [[ίδιος]] θεωρεί ότι ο τ. <i>ἀλωὴ</i> ανάγεται σε αρχική ΙΕ [[ρίζα]] walōw- <span style="color: red;"><</span> wel(n)- «[[στρέφω]], [[κυλίω]]», με την οποία συνδέονται [[επίσης]] και οι λ. [[εἰλύω]] «[[περιτυλίσσω]], [[περιβάλλω]]», [[ἅλυσις]]. Σύμφωνα με αυτή την [[άποψη]] όμως η λ. <i>ἀλωὴ</i> δεν [[πρέπει]] να έχει [[καμιά]] [[σχέση]] με το κυπρ. <i>ἀλFω</i> «[[κήπος]], [[περιβόλι]]», Επίσης με αυτό τον τρόπο δεν [[είναι]] δυνατό να ερμηνευθεί η [[χρήση]] του ουσ. <i>ἀλωὴ</i> στον Όμηρο με τη [[σημασία]] «[[κήπος]]». Η [[ετυμολογία]] της λ. <i>ἀλωὴ</i> θα [[πρέπει]] να ερμηνεύει και τις δύο διαφορετικές σημασίες της, δηλ. «[[αλώνι]]» και «[[κήπος]]», δεδομένου ότι και οι δύο αυτές σημασίες [[είναι]] [[εξίσου]] σπουδαίες και χρονικά συνυπάρχουν.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλως]], <b>αρχ.</b> <i>ἁλωεύς</i>].
|mltxt=[[ἀλωή]], η (Α) ([[επικός]] και [[μεταγενέστερος]] [[τύπος]] [[ἀλωά]], <b>[[πρβλ]].</b> αττ. τύπο [[ἅλως]])<br /><b>1.</b> το [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> [[έκταση]] φυτεμένη με αμπέλια, [[αμπελώνας]]<br /><b>3.</b> οποιαδήποτε καλλιεργημένη [[έκταση]], [[κήπος]], [[φυτεία]]<br /><b>4.</b> [[φωτεινός]] [[κύκλος]] [[γύρω]] από τον ήλιο ή το [[φεγγάρι]], «[[άλως]]», «[[αλώνι]]»<br /><b>5.</b> «Ποσειδάωνος [[ἀλωή]]» — η [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] δημιουργεί προβλήματα σχετικά με την ετυμολογική της [[προέλευση]] και την αρχική της [[σημασία]]. Στον Όμηρο απαντά με τη [[σημασία]] «[[τμήμα]] γης ισοπεδωμένο και καλλιεργημένο, [[κήπος]], [[περιβόλι]], [[αμπέλι]]», [[καθώς]] και «[[αλώνι]]». Στην κυπριακή διάλεκτο απαντά [[συνώνυμος]] τ. γενικής <i>alawo</i> «[[περιβόλι]], [[αμπέλι]]», που αντιστοιχεί σε τ. <i>ἀλFω</i>. Η [[διαλεκτική]] αυτή λ. αποτελεί και [[γλώσσα]] του Ησυχίου ([[ἄλουα]]<br />κήποι, κύπριοι). Στη [[Σικελία]] εξάλλου απαντά τ. <i>ἄλος</i> «[[κήπος]]». Μετονοματικά παράγωγα της λ. [[ἀλωή]] [[είναι]] οι ρηματικοί τ. [[ἀλοάω]] και το επικ. [[ἀλοιάω]] «[[αλωνίζω]]». Η [[βράχυνση]] του θεματικού φωνήεντος -ω- έγινε για [[αποφυγή]] εσωτερικής χασμωδίας. Αντίστοιχος [[αττικός]] τ. της λ. <i>ἀλωὴ</i> [[είναι]] το ουσ. [[ἅλως]], γεν. <i>ἅλω</i> και (αναλογικά) <i>ἅλωος</i>, αιτ. <i>ἅλω</i>, [[ἅλων]] και <i>ἅλωα</i> κ.λπ. Οι αττικόκλιτοι τ. [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαιότεροι. Μεταγενέστερα απαντά και τ. γεν. <i>ἅλωνος</i> (αναλογικός [[σχηματισμός]]), απ’ όπου προήλθε υποχωρητικά η ονομαστική [[ἅλων]], η οποία χρησιμοποιείται σπάνια. Η λ. [[ἅλως]] σήμανε το «[[αλώνι]]» και γενικότερα την «κυκλική [[επιφάνεια]]», από όπου και η [[έννοια]] «[[επιφάνεια]], φωτεινό [[περίγραμμα]] του φεγγαριού, του ήλιου κ.λπ.». Στην αρκαδική διάλεκτο η λ. <i>απαντά</i> και με τη [[σημασία]] «[[κήπος]]». Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως και [[επομένως]] η αρχική της [[σημασία]] [[είναι]] αβέβαιη. Είναι πιθ. να ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀλωF</i><i>ā</i>, όπως φαίνεται και από τον κυπρ. τ. <i>ἀλFω</i>. Κατά τον Schwyzer η αρχική [[σημασία]] της λ. ήταν «[[στρογγυλός]]». Ο [[ίδιος]] θεωρεί ότι ο τ. <i>ἀλωὴ</i> ανάγεται σε αρχική ΙΕ [[ρίζα]] walōw- <span style="color: red;"><</span> wel(n)- «[[στρέφω]], [[κυλίω]]», με την οποία συνδέονται [[επίσης]] και οι λ. [[εἰλύω]] «[[περιτυλίσσω]], [[περιβάλλω]]», [[ἅλυσις]]. Σύμφωνα με αυτή την [[άποψη]] όμως η λ. <i>ἀλωὴ</i> δεν [[πρέπει]] να έχει [[καμιά]] [[σχέση]] με το κυπρ. <i>ἀλFω</i> «[[κήπος]], [[περιβόλι]]», Επίσης με αυτό τον τρόπο δεν [[είναι]] δυνατό να ερμηνευθεί η [[χρήση]] του ουσ. <i>ἀλωὴ</i> στον Όμηρο με τη [[σημασία]] «[[κήπος]]». Η [[ετυμολογία]] της λ. <i>ἀλωὴ</i> θα [[πρέπει]] να ερμηνεύει και τις δύο διαφορετικές σημασίες της, δηλ. «[[αλώνι]]» και «[[κήπος]]», δεδομένου ότι και οι δύο αυτές σημασίες [[είναι]] [[εξίσου]] σπουδαίες και χρονικά συνυπάρχουν.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλως]], <b>αρχ.</b> <i>ἁλωεύς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλωή:''' [ᾰ], Δωρ. [[ἀλωά]], <i>ἡ</i> ([[ἀλέω]]), Επικ. αντί [[ἅλως]],<br /><b class="num">I.</b> το [[δάπεδο]] του αλωνιού, <i>ἱερὰς κατ' ἀλωάς</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μεγάλην κατ' ἀλωήν</i>, <i>ἐϋκτιμένην κατ' ἀλ</i>., στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κήπος]], [[αμπέλι]], [[φυτεία]], βλ. [[γουνός]].
}}
}}