3,273,401
edits
(6_19) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁμαξοκῠλιστής''': -οῦ, ὁ, ([[κυλίνδω]]) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε. | |lstext='''ἁμαξοκῠλιστής''': -οῦ, ὁ, ([[κυλίνδω]]) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁμαξοκυλιστής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κυλά [[προς]] τα [[κάτω]] άμαξες, ο [[καταστροφέας]] αμαξών<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως κύριο όνομα) <i>οἱ Ἁμαξοκυλισταί</i><br />όνομα μεγαρικής οικογένειας..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>κυλιστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυλίνδω]] «[[κυλίω]]»]. | |||
}} | }} |