Anonymous

ἀνάλωτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(3)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάλωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, [[απόρθητος]], [[ακυρίευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανέφικτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν καταβάλλεται από [[κάτι]], ο [[ακατάβλητος]]<br /><b>3.</b> [[αδωροδόκητος]], [[αδέκαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλίσκομαι</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάλωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, [[απόρθητος]], [[ακυρίευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανέφικτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν καταβάλλεται από [[κάτι]], ο [[ακατάβλητος]]<br /><b>3.</b> [[αδωροδόκητος]], [[αδέκαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλίσκομαι</i>].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αναλωθεί, [[καταναλώσιμος]], [[καταναλωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], που μπορεί να καταστραφεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναλώνω]]. Η λ. μαρτυρείται στον φιλόλογο και φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου (1796-1880)].
}}
}}