Anonymous

ἀνάλωτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αναλωθεί, [[καταναλώσιμος]], [[καταναλωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], που μπορεί να καταστραφεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναλώνω]]. Η λ. μαρτυρείται στον φιλόλογο και φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου (1796-1880)].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αναλωθεί, [[καταναλώσιμος]], [[καταναλωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], που μπορεί να καταστραφεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναλώνω]]. Η λ. μαρτυρείται στον φιλόλογο και φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου (1796-1880)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάλωτος:''' [ᾰλ], -ον ([[ἁλίσκομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανίκητος]], [[ακυρίευτος]], [[ακλόνητος]], [[απόρθητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Ηρόδ.· επίσης, αυτός που δεν έχει πορθηθεί [[ακόμα]], που είναι [[ακόμα]] [[ακυρίευτος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>ἀν. ὑπὸ χρημάτων</i>, [[αδιάφθορος]], [[αδέκαστος]], σε Ξεν.
}}
}}