Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνασταλτικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[reductor]], [[curativo]] λύπης Ael.<i>VH</i> 7.3, θεραπεία Gal.12.66.4.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[reductor]], [[curativo]] λύπης Ael.<i>VH</i> 7.3, θεραπεία Gal.12.66.4.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασταλτικός]], -ή, -όν) [[αναστέλλω]]<br />ο [[ικανός]] να αναστέλλει, να εμποδίζει, να σταματά<br />(για [[τμήμα]] μηχανισμού) αυτός που χρησιμεύει για την [[αναστολή]] της κίνησης της λειτουργίας.
}}
}}