Anonymous

ἀναπλημμύρω: Difference between revisions

From LSJ
4
(4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναπλημμύρω]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να πλημμυρίσει.
|mltxt=[[ἀναπλημμύρω]] (Α)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να πλημμυρίσει.
}}
{{grml
|mltxt=(-έω) (Α ἀναπλημμυρῶ) (Ν και αναπλημμυρίζω)<br />[[πλημμυρίζω]] εκ νέου, [[ξεχειλίζω]], [[είμαι]] πλημμυρισμένος.
}}
}}