ἀναπλημμύρω

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλημμύρω Medium diacritics: ἀναπλημμύρω Low diacritics: αναπλημμύρω Capitals: ΑΝΑΠΛΗΜΜΥΡΩ
Transliteration A: anaplēmmýrō Transliteration B: anaplēmmyrō Transliteration C: anaplimmyro Beta Code: a)naplhmmu/rw

English (LSJ)

make overflow, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Q.S.14.635.

Spanish (DGE)

hacer desbordarse θάλασσαν de Posidón Q.S.14.635.

German (Pape)

[Seite 202] überfluthen lassen, θάλασσαν Qu. Sm. 14, 634.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλημμύρω: κάμνω νὰ πλημμυρήσῃ, ἀνεπλήμμῡρε θάλασσαν Κόϊντ. Σμ. 14. 635.

Greek Monolingual

ἀναπλημμύρω (Α)
κάνω κάτι να πλημμυρίσει.

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀναπλημμυρῶ) (Ν και αναπλημμυρίζω)
πλημμυρίζω εκ νέου, ξεχειλίζω, είμαι πλημμυρισμένος.