Anonymous

ἀνεμόεις: Difference between revisions

From LSJ
4
(big3_4)
(4)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἠνεμόεις]].
|dgtxt=v. [[ἠνεμόεις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνεμόεις]], -εσσα, -εν (δωρ. τ. [[αντί]] [[ἠνεμόεις]]) (Α)<br /><b>1.</b> προσβαλλόμενος από τον άνεμο, [[ανεμοδαρμένος]]<br /><b>2.</b> γρήγορος σαν τον άνεμο<br /><b>3.</b> [[ψηλός]], [[υψιπετής]] («ἀνεμόεν [[φρόνημα]]»).
}}
}}