Anonymous

ἀνεμόεις: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεμόεις]], -εσσα, -εν (δωρ. τ. [[αντί]] [[ἠνεμόεις]]) (Α)<br /><b>1.</b> προσβαλλόμενος από τον άνεμο, [[ανεμοδαρμένος]]<br /><b>2.</b> γρήγορος σαν τον άνεμο<br /><b>3.</b> [[ψηλός]], [[υψιπετής]] («ἀνεμόεν [[φρόνημα]]»).
|mltxt=[[ἀνεμόεις]], -εσσα, -εν (δωρ. τ. [[αντί]] [[ἠνεμόεις]]) (Α)<br /><b>1.</b> προσβαλλόμενος από τον άνεμο, [[ανεμοδαρμένος]]<br /><b>2.</b> γρήγορος σαν τον άνεμο<br /><b>3.</b> [[ψηλός]], [[υψιπετής]] («ἀνεμόεν [[φρόνημα]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμόεις:''' Δωρ. αντί [[ἠνεμόεις]].
}}
}}