Anonymous

ἄπεκτος: Difference between revisions

From LSJ
5
(big3_5)
(5)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no esquilado]]de ovejas μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.55, cf. Philoch.169, ἄπεκτον· τοῦ τέκοντος ἐγένετο Hsch.
|dgtxt=-ον<br />[[no esquilado]]de ovejas μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.55, cf. Philoch.169, ἄπεκτον· τοῦ τέκοντος ἐγένετο Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄπεκτος]] κ. [[ἀπέκτητος]], -ον (AM) [[πεκτέω]]<br /><b>1.</b> ο αχτένιστος<br /><b>2.</b> (για πρόβατα) ο [[ακούρευτος]], ο πολύ [[μικρός]], αυτός που δεν έχει κλείσει χρόνο (ώστε να τον κουρέψουν).
}}
}}