ἄπεκτος
English (LSJ)
ἄπεκτον, lit. uncombed: hence, unshorn, of sheep less than a year old, μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.41, cf. Philoch.64.
Spanish (DGE)
-ον
no esquilado de ovejas μὴ σφάττειν πρόβατον ἄ. ἢ ἄτοκον Androt.55, cf. Philoch.169, ἄπεκτον· τοῦ τέκοντος ἐγένετο Hsch.
German (Pape)
[Seite 285] dasselbe, πρόβατον Ath. IX, 375 b.
Greek Monolingual
ἄπεκτος κ. ἀπέκτητος, -ον (AM) πεκτέω
1. ο αχτένιστος
2. (για πρόβατα) ο ακούρευτος, ο πολύ μικρός, αυτός που δεν έχει κλείσει χρόνο (ώστε να τον κουρέψουν).
Translations
uncombed
Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: ongekamd; French: non peigné; German: ungekämmt; Greek: ακτένιστος, αχτένιστος; Ancient Greek: ἀκτένιστος, ἀπέκτητος, ἄπεκτος; Hungarian: fésületlen; Italian: spettinato; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: despenteado; Russian: нечесанный, непричесанный; Spanish: despeinado