Anonymous

ἀπηνής: Difference between revisions

From LSJ
1,387 bytes added ,  29 September 2017
5
(big3_5)
(5)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. y su conducta [[intratable]], [[obstinado]], [[duro]], [[severo]] θυμός <i>Il</i>.15.94, 23.611, <i>Od</i>.23.97, νόος <i>Il</i>.16.35, 23.484, <i>Od</i>.18.381, [[ἀπείθεια]] Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.102, λύσσα Nonn.<i>D</i>.46.194, de pers. Theoc.22.169, Cyr.Al.M.72.913A<br /><b class="num">•</b>c. dat. λατρίσι Thgn.301, νέοισιν Thgn.1353, τοῖς φίλοις I.<i>BI</i> 1.494, ἔργον Procop.<i>Goth</i>.4.35.32<br /><b class="num">•</b>[[cruel]], [[altanero]], [[riguroso]] βασιλεύς <i>Il</i>.1.340, ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ <i>Od</i>.19.329, Εὔρυτος A.R.1.87, [[Ἀστυάγης]] D.S.9.23, ὁ [[Ἀχιλλεύς]] Plu.2.678b, de Homero ἀ. καὶ θηριώδης Plu.2.970b.<br /><b class="num">2</b> de abstr. y neutr. [[desagradable]], [[inconveniente]], [[antipático]] τὸ δ' ... ἄγριον καὶ ἀ. φαίνοιτ' ἂν τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις Pl.<i>Lg</i>.950b, [[γρύζω]] ἀ. οὐδέν Call.<i>Fr</i>.194.61, cf. Phld.<i>D</i>.3.<i>Fr</i>.69, M.Ant.1.16<br /><b class="num">•</b>[[desagradable]] ὀδμὴ θηριώδης καὶ [[ἀπηνής]] Hp.<i>Ep</i>.16, κτύπος ... πετρῶν LXX <i>Sap</i>.17.17, φωνή Luc.<i>Nec</i>.18.<br /><b class="num">3</b> [[inconveniente]], [[obsceno]] ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δείξειαν ἀπηνές Ar.<i>Nu</i>.974.<br /><b class="num">II</b> de objetos físicos [[duro]] (σπλήν) ἀ. δὲ καὶ [[ἀτέραμνος]] ὅκως λίθος Aret.<i>SD</i> 1.14.1, αἱ ἀποφύσεις Aret.<i>SD</i> 2.12.9, τὰ νεῦρα Aret.<i>CA</i> 1.6.1.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[intratablemente]] ζῆν ... πρὸς φίλους ἀ. Plu.2.525c, ἀ. διάγειν D.Chr.32.53<br /><b class="num">•</b>[[inhumanamente]] τῷ ἱερεῖ χρώμενον ἀ. Plu.2.19b.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se propone un segundo término *<i>anos</i>, *<i>anes</i> ‘rostro’ (cf. ai. <i>ānana</i>- ‘boca’, ‘rostro’) de la raíz de [[ἄνεμος]]. Sería un comp. c. ἀπό formado como σαφηνής y paralelo a προσηνής.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. y su conducta [[intratable]], [[obstinado]], [[duro]], [[severo]] θυμός <i>Il</i>.15.94, 23.611, <i>Od</i>.23.97, νόος <i>Il</i>.16.35, 23.484, <i>Od</i>.18.381, [[ἀπείθεια]] Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.102, λύσσα Nonn.<i>D</i>.46.194, de pers. Theoc.22.169, Cyr.Al.M.72.913A<br /><b class="num">•</b>c. dat. λατρίσι Thgn.301, νέοισιν Thgn.1353, τοῖς φίλοις I.<i>BI</i> 1.494, ἔργον Procop.<i>Goth</i>.4.35.32<br /><b class="num">•</b>[[cruel]], [[altanero]], [[riguroso]] βασιλεύς <i>Il</i>.1.340, ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ <i>Od</i>.19.329, Εὔρυτος A.R.1.87, [[Ἀστυάγης]] D.S.9.23, ὁ [[Ἀχιλλεύς]] Plu.2.678b, de Homero ἀ. καὶ θηριώδης Plu.2.970b.<br /><b class="num">2</b> de abstr. y neutr. [[desagradable]], [[inconveniente]], [[antipático]] τὸ δ' ... ἄγριον καὶ ἀ. φαίνοιτ' ἂν τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις Pl.<i>Lg</i>.950b, [[γρύζω]] ἀ. οὐδέν Call.<i>Fr</i>.194.61, cf. Phld.<i>D</i>.3.<i>Fr</i>.69, M.Ant.1.16<br /><b class="num">•</b>[[desagradable]] ὀδμὴ θηριώδης καὶ [[ἀπηνής]] Hp.<i>Ep</i>.16, κτύπος ... πετρῶν LXX <i>Sap</i>.17.17, φωνή Luc.<i>Nec</i>.18.<br /><b class="num">3</b> [[inconveniente]], [[obsceno]] ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δείξειαν ἀπηνές Ar.<i>Nu</i>.974.<br /><b class="num">II</b> de objetos físicos [[duro]] (σπλήν) ἀ. δὲ καὶ [[ἀτέραμνος]] ὅκως λίθος Aret.<i>SD</i> 1.14.1, αἱ ἀποφύσεις Aret.<i>SD</i> 2.12.9, τὰ νεῦρα Aret.<i>CA</i> 1.6.1.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[intratablemente]] ζῆν ... πρὸς φίλους ἀ. Plu.2.525c, ἀ. διάγειν D.Chr.32.53<br /><b class="num">•</b>[[inhumanamente]] τῷ ἱερεῖ χρώμενον ἀ. Plu.2.19b.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se propone un segundo término *<i>anos</i>, *<i>anes</i> ‘rostro’ (cf. ai. <i>ānana</i>- ‘boca’, ‘rostro’) de la raíz de [[ἄνεμος]]. Sería un comp. c. ἀπό formado como σαφηνής y paralelo a προσηνής.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀπηνής]])<br />[[σκληρός]], [[αμείλικτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] του τ. με μια [[σειρά]] συνθέτων σε -<i>ηνής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πρανής]] κ</i>. [[πρηνής]], [[προσηνής]], [[σαφηνής]]) δικαιολογεί ως α' συνθετ. το <i>από</i>, δεν ορίζει όμως με [[βεβαιότητα]] το β' συνθετικό<br />η [[σύνδεση]] [[αυτού]] με τ. <i>άνος</i>, (ιων. -αττ.) <i>ήνος</i> «[[πρόσωπο]]», σανσκρ. <i>ᾱνας</i>- με την [[ίδια]] [[σημασία]] ή με γοτθ. <i>ansts</i> «[[εύνοια]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Η λ. απαντά στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει [[πρόσωπο]], θυμό ή μύθο, σπανίζει στην αττική διάλεκτο, [[είναι]] άγνωστη στην [[τραγωδία]], ενώ χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μεταγενέστερη και σύγχρονη Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[απήνεια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απηνόφρων]]].
}}
}}