ἀπηνής
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ἀπηνές, Ep. Adj.
A ungentle, rough, hard, of persons, Il.1.340; ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀ. 16.35, cf. Od.18.381; θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀ. Il. 15.94; μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε ib.202, cf. Od.18.381, al.; ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔη καὶ ἀπηνέα εἰδῇ cruel himself and full of cruel thoughts, 19.329.—Rare in Att. (never in Trag.), ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δείξειαν ἀπηνές Ar.Nu.974 (anap.); ἀπηνές τι εἰπεῖν Pl.Phdr.257b (but ἀπηχές (q.v.) Hermias adloc.), cf.Lg.950b, Call.Iamb.1.257; freq. in later Prose, as Onos.42.23, Phld.D.3Fr.69, D.S.9.24, Plu.2.678b, 970c, Luc.Nec.18; τὸ ἐς ἀλλήλους ἀ. Procop.Goth.4.35: Comp. ἀπηνέστερος J.BJ5.7.4, Adam.2.44: Sup. ἀπηνέστατος Ael.NA3.26; τοῖς φίλοις J.BJ 1.24.8. Adv. ἀπηνῶς D.Chr.32.53, Plu.2.19b; πρὸς φίλους ἀπηνῶς ζῆν ib.525d: Comp. ἀπηνέστερον J.AJ11.6.9.
II in physical sense, σπλὴν ἀ. hard, Aret.SD1.14, cf. 2.12; unpleasant to taste, CA1.5. (Cf. προσηνής, Goth. ansts 'favour'.)
Spanish (DGE)
-ές
I 1de pers. y su conducta intratable, obstinado, duro, severo θυμός Il.15.94, 23.611, Od.23.97, νόος Il.16.35, 23.484, Od.18.381, ἀπείθεια Clem.Al.Strom.7.16.102, λύσσα Nonn.D.46.194, de pers. Theoc.22.169, Cyr.Al.M.72.913A
•c. dat. λατρίσι Thgn.301, νέοισιν Thgn.1353, τοῖς φίλοις I.BI 1.494, ἔργον Procop.Goth.4.35.32
•cruel, altanero, riguroso βασιλεύς Il.1.340, ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ Od.19.329, Εὔρυτος A.R.1.87, Ἀστυάγης D.S.9.23, ὁ Ἀχιλλεύς Plu.2.678b, de Homero ἀ. καὶ θηριώδης Plu.2.970b.
2 de abstr. y neutr. desagradable, inconveniente, antipático τὸ δ' ... ἄγριον καὶ ἀ. φαίνοιτ' ἂν τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις Pl.Lg.950b, γρύζω ἀ. οὐδέν Call.Fr.194.61, cf. Phld.D.3.Fr.69, M.Ant.1.16
•desagradable ὀδμὴ θηριώδης καὶ ἀπηνής Hp.Ep.16, κτύπος ... πετρῶν LXX Sap.17.17, φωνή Luc.Nec.18.
3 inconveniente, obsceno ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δείξειαν ἀπηνές Ar.Nu.974.
II de objetos físicos duro (σπλήν) ἀ. δὲ καὶ ἀτέραμνος ὅκως λίθος Aret.SD 1.14.1, αἱ ἀποφύσεις Aret.SD 2.12.9, τὰ νεῦρα Aret.CA 1.6.1.
III adv. -ῶς intratablemente ζῆν ... πρὸς φίλους ἀ. Plu.2.525c, ἀ. διάγειν D.Chr.32.53
•inhumanamente τῷ ἱερεῖ χρώμενον ἀ. Plu.2.19b.
• Etimología: Se propone un segundo término *anos, *anes ‘rostro’ (cf. ai. ānana- ‘boca’, ‘rostro’) de la raíz de ἄνεμος. Sería un comp. c. ἀπό formado como σαφηνής y paralelo a προσηνής.
German (Pape)
[Seite 290] ές (den Gegensatz bilden ἐνηής u. προσηνής), unfreundlich, hart, νόος Iliad. 16, 35. 23, 484 Od. 18, 381; θυμός Od. 23, 97. 230; θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής Iliad. 15, 94. 23, 6 l 1; μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε 15, 202; βασιλεύς 1, 340; Od. 19, 329 ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ; Ar. Nub. 961; neben ἀκήλητος Theocr. 22, 169; καὶ ἄγριος Plat. Legg. XII, 950 b; εἴ τίσοι ἀπηνὲς εἴπομεν Phaedr. 257 b.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 rude dur, cruel;
2 indécent, obscène.
Étymologie: DELG étym. peu claire.
Russian (Dvoretsky)
ἀπηνής:
1 неласковый, суровый, жестокий, Hom., Plat., Theocr., Plut., Diod.;
2 непристойный Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηνής: -ές, Ἐπ. ἐπίθ., τραχύς, χαλεπός, σκληρός, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων, καὶ πρὸς βασιλῆος ἀπηνέος Ἰλ. Α. 340· οὕτως, ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπ. Π. 35· θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπ. Ο. 94· μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε αὐτόθι 202, πρβλ. Ὀδ. Σ. 381, κ. ἀλλ. ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἒῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ Τ. 329: ― σπάν. παρ’ Ἀττ. (οὐδαμοῦ παρὰ Τραγ.)· ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δειξιαν ἀπηνὲς Ἀριστοφ. Νεφ. 974 (ἑξαμ.)· ἀπηνές τι εἰπεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 257B· πρβλ. Νόμ. 950Ε· ἀλλὰ συχνὸν παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 553. 23, Πλουτ., κλ., ἴδε Ούϋττεμβ. ἐν τοῖς Πίναξι: ― Ἐπίρρ. -νῶς Δίων Χρ. 1. 679. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, σπλὴν ἀπηνής, σκληρά, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14., πρβλ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 5. Ἐντεῦθεν, ἀπηνοειδῶς, Ἐκκλ.: ― ἀπηνότης, ἡ, =ἀπήνεια, Ἐκκλ.: ― καὶ ἀπηνόφρων, ον ἀπηνὴς τὰς φρένας, ὠμόφρων, θηριώδης, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 159. (Ἡ ῥίζα τῆς καταλήξεως -ηνής, ἥτις ἀναφαίνεται καὶ ἐν τῇ ἐναντίᾳ λέξει προσηνής, ἴσως δὲ καὶ ἐν τῷ πρηνής, δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς βεβαιωμένη: ἴδε ὅμως Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθ. 419).
English (Autenrieth)
ές (opp. ἐν-ηής): unfeeling, harsh, Il. 1.340, Od. 19.329; θῦμός, Il. 15.94; νόος, Il. 16.35; μῦθος, Il. 15.202.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀπηνής)
σκληρός, αμείλικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με μια σειρά συνθέτων σε -ηνής (πρβλ. πρανής κ. πρηνής, προσηνής, σαφηνής) δικαιολογεί ως α' συνθετ. το από, δεν ορίζει όμως με βεβαιότητα το β' συνθετικό
η σύνδεση αυτού με τ. άνος, (ιων. -αττ.) ήνος «πρόσωπο», σανσκρ. ᾱνας- με την ίδια σημασία ή με γοτθ. ansts «εύνοια» δεν είναι ικανοποιητική. Η λ. απαντά στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει πρόσωπο, θυμό ή μύθο, σπανίζει στην αττική διάλεκτο, είναι άγνωστη στην τραγωδία, ενώ χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μεταγενέστερη και σύγχρονη Ελληνική.
ΠΑΡ. απήνεια.
ΣΥΝΘ. απηνόφρων].
Greek Monotonic
ἀπηνής: -ές, τραχύς, σκληρός, βάναυσος, αμείλικτος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ. (η προέλ. -ηνης, όπως στο προσ-ηνής, είναι αβέβαιη).
Frisk Etymological English
-ές
Grammatical information: adj.
Meaning: unfriendly, hard (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like πρανής (πρηνής) and προσηνής (προσανής), from ἀπό (πρό, πρός) with unknown element. Benfey Or. u. Occ. 1, 193 and others assumed (s. Kretschmer Glotta 22, 246f.) *ἦνος n. face (but Skt. *ānas- does not exist; ā́nana- n. mouth is of uncertain interpretation). Blanc CEG 1 connects ἀναίνομαι; doubtful.
Middle Liddell
[Deriv. of -ηνης, as in προσηνής, uncertain.]
ungentle, harsh, rough, hard, of persons, Hom.
Frisk Etymology German
ἀπηνής: -ές
{apēnḗs}
Meaning: unfreundlich, hart (vorw. ep. u. späte Prosa).
Derivative: Ableitung ἀπήνεια f. Unfreundlichkeit, Härte (Thphr., A. R. u. a.).
Etymology: Vgl. zur Bildung πρανής (πρηνής) und προσηνής (προσανής). Zusammensetzung von ἀπό (bzw. πρό, πρός) mit einem nicht sicher zu bestimmenden Hinterglied, bzw. Suffix. Nach Benfey Or. u. Occ. 1, 193 und anderen (s. Kretschmer Glotta 22, 246f.) von *ἦνος n. Gesicht = aind. *ānas- n. ib., vgl. ā́nana- n. Mund, Gesicht. Nicht besser Brugmann Grundr.2 2: 3, 332f. (zu got. ansts Gunst usw.); noch unwahrscheinlicher Prellwitz Glotta 19, 94ff.
Page 1,121