Anonymous

ἀπόερσε: Difference between revisions

From LSJ
5
(big3_5)
(5)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ép., imperat. ἀπόερσον Nic.<i>Th</i>.110]<br />[[arrastrar]], [[barrer]], [[ἔνθα]] με κῦμ' [[ἀπόερσε]] <i>Il</i>.6.348, ὃν ῥά τ' [[ἔναυλος]] ἀποέρσῃ <i>Il</i>.21.283, μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός <i>Il</i>.21.329, ἀπόερσον ἀκάνθας Nic.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀπηύρων]].
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ép., imperat. ἀπόερσον Nic.<i>Th</i>.110]<br />[[arrastrar]], [[barrer]], [[ἔνθα]] με κῦμ' [[ἀπόερσε]] <i>Il</i>.6.348, ὃν ῥά τ' [[ἔναυλος]] ἀποέρσῃ <i>Il</i>.21.283, μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός <i>Il</i>.21.329, ἀπόερσον ἀκάνθας Nic.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀπηύρων]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπόερσε]] (επικ. αόρ. μόνον στο γ' εν. πρόσ.) (Α)<br />[[παρασύρω]], [[τραβώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i> - (<i>F</i>)<i>ερσε</i>. Στη [[ρίζα]] <i>Fερ</i>- αντιστοιχεί η ΙΕ. [[ρίζα]] <i>wer</i> - «[[ανασύρω]], [[αρπάζω]], [[παίρνω]]», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην [[κατανόηση]] του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό σιγματικό αόριστο, που ανήκει στους αρχαίους αορίστους, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν [[πλέον]] πάψει να γίνονται αισθητοί ως αόριστοι από τους αοιδούς].
}}
}}