3,277,309
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόερσε]] (επικ. αόρ. μόνον στο γ' εν. πρόσ.) (Α)<br />[[παρασύρω]], [[τραβώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i> - (<i>F</i>)<i>ερσε</i>. Στη [[ρίζα]] <i>Fερ</i>- αντιστοιχεί η ΙΕ. [[ρίζα]] <i>wer</i> - «[[ανασύρω]], [[αρπάζω]], [[παίρνω]]», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην [[κατανόηση]] του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό σιγματικό αόριστο, που ανήκει στους αρχαίους αορίστους, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν [[πλέον]] πάψει να γίνονται αισθητοί ως αόριστοι από τους αοιδούς]. | |mltxt=[[ἀπόερσε]] (επικ. αόρ. μόνον στο γ' εν. πρόσ.) (Α)<br />[[παρασύρω]], [[τραβώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i> - (<i>F</i>)<i>ερσε</i>. Στη [[ρίζα]] <i>Fερ</i>- αντιστοιχεί η ΙΕ. [[ρίζα]] <i>wer</i> - «[[ανασύρω]], [[αρπάζω]], [[παίρνω]]», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην [[κατανόηση]] του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό σιγματικό αόριστο, που ανήκει στους αρχαίους αορίστους, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν [[πλέον]] πάψει να γίνονται αισθητοί ως αόριστοι από τους αοιδούς]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόερσε:''' αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. [[ἀπόερσε]], παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. <i>ἀποέρσῃ</i>, ευκτ. <i>ἀποέρσειε</i>· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |