3,277,048
edits
(6_3) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσμύχομαι''': [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος [[πυρός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ [[ἀπομύσσω]]), ἠπατημένοι, emuncti. | |lstext='''ἀποσμύχομαι''': [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος [[πυρός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ [[ἀπομύσσω]]), ἠπατημένοι, emuncti. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=άποσμύχομαι (Α) [[σμύχω]]<br />σιγοκαίγομαι. | |||
}} | }} |