Anonymous

ἀποσμύχομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=άποσμύχομαι (Α) [[σμύχω]]<br />σιγοκαίγομαι.
|mltxt=άποσμύχομαι (Α) [[σμύχω]]<br />σιγοκαίγομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσμύχομαι:''' [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή [[φωτιά]], [[λιώνω]] εντελώς, σε Λουκ.
}}
}}