Anonymous

ἁρμάμαξα: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-μᾰμ-]<br />[[carro cubierto]], [[carroza]] vehículo lujoso de origen persa para viaje Ξέρξης μετεκβαίνεσκε ... ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι (οἱ πρέσβεις) Ar.<i>Ach</i>.70, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.21<br /><b class="num">•</b>gener. usado por mujeres ἁρμαμάξας τε [[ἅμα]] ἤγοντο, ἐν δὲ παλλακὰς καὶ θεραπηίην πολλὴν ... εὖ ἐσκευασμένην Hdt.7.83, cf. 9.76, X.<i>Cyr</i>.3.1.40, 6.4.11, <i>An</i>.1.2.16, Plu.2.173f, <i>Them</i>.26, Polyaen.8.54<br /><b class="num">•</b>de un carro triunfal [[ἄγαλμα]] (Δρουσίλλης) ἐπ' ἐλεφάντων ἐν ἁρμαμάξῃ ἐς τὸν ἱππόδρομον ἐσήγαγε D.C.59.13.8.
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-μᾰμ-]<br />[[carro cubierto]], [[carroza]] vehículo lujoso de origen persa para viaje Ξέρξης μετεκβαίνεσκε ... ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι (οἱ πρέσβεις) Ar.<i>Ach</i>.70, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.21<br /><b class="num">•</b>gener. usado por mujeres ἁρμαμάξας τε [[ἅμα]] ἤγοντο, ἐν δὲ παλλακὰς καὶ θεραπηίην πολλὴν ... εὖ ἐσκευασμένην Hdt.7.83, cf. 9.76, X.<i>Cyr</i>.3.1.40, 6.4.11, <i>An</i>.1.2.16, Plu.2.173f, <i>Them</i>.26, Polyaen.8.54<br /><b class="num">•</b>de un carro triunfal [[ἄγαλμα]] (Δρουσίλλης) ἐπ' ἐλεφάντων ἐν ἁρμαμάξῃ ἐς τὸν ἱππόδρομον ἐσήγαγε D.C.59.13.8.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁρμάμαξα]], η (Α)<br />σκεπασμένη αναπαυτική [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετο <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]] <span style="color: red;">+</span> [[άμαξα]], αν δεν πρόκειται για παρετυμολογικό μεταπλασμό δάνειας λέξεως στην Ελληνική].
}}
}}