Anonymous

ἀρτηρία: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Alim</i>.7, etc.<br />medic.<br /><b class="num">I</b> en rel. con el riego sanguíneo<br /><b class="num">1</b> [[arteria]] op. φλέψ Anaxag.B 10, [[δύναμις]] ... ἀπικνέεται ... ἐς φλέβα καὶ ἐς ἀρτηρίην Hp.<i>Alim</i>.l.c., cf. 25, αἱ δὲ φλεβῶν καὶ ἀρτηρίων κοινωνίαι Hp.<i>Art</i>.45, cf. 69, <i>Epid</i>.5.46, anón. medic. en <i>PRyl</i>.21.2.1.5, Dsc.2.50, M.Ant.2.2, Plu.2.130b<br /><b class="num">•</b>en rel. c. el pulso φλεβοπαλίην καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν Democr.B 120, cf. Aristid.Quint.31.20, τὴν ὑποκάρπιον ἀρτηρίαν τοῖς δακτύλοις ἡρμοκὼς ἐπεσκόπει Aristaenet.1.13.29<br /><b class="num">•</b>considerada portadora de aire, Bacch. en Erot.p.19.5, cf. Erasistr. en Gal.3.494, 495, otras funciones, Arist.<i>Spir</i>.484<sup>a</sup>1<br /><b class="num">•</b>λεῖαι ἀ. op. τραχεῖαι (v. II 1), Gal.3.610, 611.<br /><b class="num">2</b> [[arteria aorta]] op. κοίλη φλέψ Hp.<i>Carn</i>.5, cf. <i>Epid</i>.2.4.1, <i>Cord</i>.9, 11, <i>Oss</i>.1, 5, Arist.<i>HA</i> 510<sup>a</sup>30 (cód.), μεγάλη ἀ. Hp.<i>Cord</i>.11, Gal.3.499.<br /><b class="num">3</b> [[vena pulmonar]] φλεβώδης ἀ. Gal.3.445.<br /><b class="num">II</b> en rel. c. la respiración<br /><b class="num">1</b> [[tracoarteria]], [[tráquea]] [[ἆσθμα]] ... περὶ στήθεα καὶ ἀ. Hp.<i>Epid</i>.7.12, ἡ ἀ. μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριξεν la tráquea, apenas respiraba, le silbaba</i> Hp.<i>Epid</i>.7.25, cf. 39, <i>Acut.(Sp.)</i> 10.2, <i>Coac</i>.499<br /><b class="num">•</b>ἀρτηρίη τρωθεῖσα Hp.<i>Morb</i>.2.53, cf. <i>Int</i>.1, ἀ. ἐξ ἑκατέρου φαρυγγέθρου τὴν ἔκφυσιν ποιευμένη ἐς ἄκρον πνεύμονος τελευτᾷ Hp.<i>Anat</i>.1, cf. <i>Oss</i>.13, Pl.<i>Ti</i>.78c, Arist.<i>HA</i> 493<sup>a</sup>8, 496<sup>a</sup>5, <i>de An</i>.420<sup>a</sup>29, Plu.2.60a, Gal.13.2, rel. c. la voz humana, Anon.Bellerm.43, D.H.<i>Comp</i>.14.8, Iambl.<i>VP</i> 65, 66, precisada como τραχεῖα ἀ. Tim.Met. en Anon.Lond.8.30, Gal.3.610, Luc.<i>Hist.Cons</i>.7.<br /><b class="num">2</b> [[vías respiratorias]] gener., [[bronquios]] y [[bronquiolos]] ὅ τε γὰρ πλεύμων οὐ κάρτα ἕλκει ἐς τὰς ἀρτηρίας Hp.<i>Morb</i>.1.22, <i>passim</i>, διὰ τοῦ βρόγχου καὶ τῶν ἀρτηριῶν Hp.<i>Loc.Hom</i>.14.2, cf. <i>Int</i>.23, πλεύμονός τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ S.<i>Tr</i>.1054, cf. Isid.<i>Etym</i>.4.7.14.<br /><b class="num">III</b> [[conducto]] gener., prob. [[uréteres]] ἀρτηρίαι δὲ ἐκ τουτέου (νέφρου) ἐκπεφύκασιν [[ἔνθεν]] καὶ [[ἔνθεν]], ἀρτηρίης τρόπον ἔχουσαι Hp.<i>Oss</i>.10.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de la raíz de [[αἴρω]], q.u.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Alim</i>.7, etc.<br />medic.<br /><b class="num">I</b> en rel. con el riego sanguíneo<br /><b class="num">1</b> [[arteria]] op. φλέψ Anaxag.B 10, [[δύναμις]] ... ἀπικνέεται ... ἐς φλέβα καὶ ἐς ἀρτηρίην Hp.<i>Alim</i>.l.c., cf. 25, αἱ δὲ φλεβῶν καὶ ἀρτηρίων κοινωνίαι Hp.<i>Art</i>.45, cf. 69, <i>Epid</i>.5.46, anón. medic. en <i>PRyl</i>.21.2.1.5, Dsc.2.50, M.Ant.2.2, Plu.2.130b<br /><b class="num">•</b>en rel. c. el pulso φλεβοπαλίην καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν Democr.B 120, cf. Aristid.Quint.31.20, τὴν ὑποκάρπιον ἀρτηρίαν τοῖς δακτύλοις ἡρμοκὼς ἐπεσκόπει Aristaenet.1.13.29<br /><b class="num">•</b>considerada portadora de aire, Bacch. en Erot.p.19.5, cf. Erasistr. en Gal.3.494, 495, otras funciones, Arist.<i>Spir</i>.484<sup>a</sup>1<br /><b class="num">•</b>λεῖαι ἀ. op. τραχεῖαι (v. II 1), Gal.3.610, 611.<br /><b class="num">2</b> [[arteria aorta]] op. κοίλη φλέψ Hp.<i>Carn</i>.5, cf. <i>Epid</i>.2.4.1, <i>Cord</i>.9, 11, <i>Oss</i>.1, 5, Arist.<i>HA</i> 510<sup>a</sup>30 (cód.), μεγάλη ἀ. Hp.<i>Cord</i>.11, Gal.3.499.<br /><b class="num">3</b> [[vena pulmonar]] φλεβώδης ἀ. Gal.3.445.<br /><b class="num">II</b> en rel. c. la respiración<br /><b class="num">1</b> [[tracoarteria]], [[tráquea]] [[ἆσθμα]] ... περὶ στήθεα καὶ ἀ. Hp.<i>Epid</i>.7.12, ἡ ἀ. μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριξεν la tráquea, apenas respiraba, le silbaba</i> Hp.<i>Epid</i>.7.25, cf. 39, <i>Acut.(Sp.)</i> 10.2, <i>Coac</i>.499<br /><b class="num">•</b>ἀρτηρίη τρωθεῖσα Hp.<i>Morb</i>.2.53, cf. <i>Int</i>.1, ἀ. ἐξ ἑκατέρου φαρυγγέθρου τὴν ἔκφυσιν ποιευμένη ἐς ἄκρον πνεύμονος τελευτᾷ Hp.<i>Anat</i>.1, cf. <i>Oss</i>.13, Pl.<i>Ti</i>.78c, Arist.<i>HA</i> 493<sup>a</sup>8, 496<sup>a</sup>5, <i>de An</i>.420<sup>a</sup>29, Plu.2.60a, Gal.13.2, rel. c. la voz humana, Anon.Bellerm.43, D.H.<i>Comp</i>.14.8, Iambl.<i>VP</i> 65, 66, precisada como τραχεῖα ἀ. Tim.Met. en Anon.Lond.8.30, Gal.3.610, Luc.<i>Hist.Cons</i>.7.<br /><b class="num">2</b> [[vías respiratorias]] gener., [[bronquios]] y [[bronquiolos]] ὅ τε γὰρ πλεύμων οὐ κάρτα ἕλκει ἐς τὰς ἀρτηρίας Hp.<i>Morb</i>.1.22, <i>passim</i>, διὰ τοῦ βρόγχου καὶ τῶν ἀρτηριῶν Hp.<i>Loc.Hom</i>.14.2, cf. <i>Int</i>.23, πλεύμονός τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ S.<i>Tr</i>.1054, cf. Isid.<i>Etym</i>.4.7.14.<br /><b class="num">III</b> [[conducto]] gener., prob. [[uréteres]] ἀρτηρίαι δὲ ἐκ τουτέου (νέφρου) ἐκπεφύκασιν [[ἔνθεν]] καὶ [[ἔνθεν]], ἀρτηρίης τρόπον ἔχουσαι Hp.<i>Oss</i>.10.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de la raíz de [[αἴρω]], q.u.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀρτηρία]])<br />όνομα των αιμοφόρων αγγείων που μεταφέρουν το [[αίμα]] από τη [[δεξιά]] [[κοιλία]] της καρδιάς στους πνεύμονες και από την αριστερή [[κοιλία]] σε όλα τα μέρη του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεγάλη]] συγκοινωνιακή [[οδός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η «[[τραχεία]]»<br /><b>2.</b> η [[αορτή]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> ουρητήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αερτηρ</i>-<i>ία</i>, με [[συναίρεση]]. Η λ. [[αρτηρία]], όπως και η σημασιολογικά παράλληλη [[αορτή]], ανάγεται στο ρ. [[αείρω]] (ΙΙ) «[[συνάπτω]], [[συνδέω]]». Αποτελεί δηλ. μετονοματικό παράγωγο της λ. [[αρτήρ]], το οποίο ακολουθεί τον σχηματισμό των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών σε -<i>ία</i>. Η λ. [[αρτηρία]] ανήκει ειδικότερα στις λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος και οι οποίες συνιστούν μία [[ομάδα]] συγκεκριμένων ουσιαστικών με [[επίθημα]] -<i>ία</i> και <i>ίη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[καρδία]], [[κοιλία]], [[λευκανίη]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρτηριακός]], <b>αρχ.</b> [[αρτηριώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρτηριοτομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αρτηριεκτοπία</i>, <i>αρτηριοποιώ</i>, [[αρτηριοσκλήρωση]]].
}}
}}