Anonymous

ἀρτηρία: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀρτηρία]])<br />όνομα των αιμοφόρων αγγείων που μεταφέρουν το [[αίμα]] από τη [[δεξιά]] [[κοιλία]] της καρδιάς στους πνεύμονες και από την αριστερή [[κοιλία]] σε όλα τα μέρη του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεγάλη]] συγκοινωνιακή [[οδός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η «[[τραχεία]]»<br /><b>2.</b> η [[αορτή]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> ουρητήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αερτηρ</i>-<i>ία</i>, με [[συναίρεση]]. Η λ. [[αρτηρία]], όπως και η σημασιολογικά παράλληλη [[αορτή]], ανάγεται στο ρ. [[αείρω]] (ΙΙ) «[[συνάπτω]], [[συνδέω]]». Αποτελεί δηλ. μετονοματικό παράγωγο της λ. [[αρτήρ]], το οποίο ακολουθεί τον σχηματισμό των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών σε -<i>ία</i>. Η λ. [[αρτηρία]] ανήκει ειδικότερα στις λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος και οι οποίες συνιστούν μία [[ομάδα]] συγκεκριμένων ουσιαστικών με [[επίθημα]] -<i>ία</i> και <i>ίη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[καρδία]], [[κοιλία]], [[λευκανίη]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρτηριακός]], <b>αρχ.</b> [[αρτηριώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρτηριοτομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αρτηριεκτοπία</i>, <i>αρτηριοποιώ</i>, [[αρτηριοσκλήρωση]]].
|mltxt=η (AM [[ἀρτηρία]])<br />όνομα των αιμοφόρων αγγείων που μεταφέρουν το [[αίμα]] από τη [[δεξιά]] [[κοιλία]] της καρδιάς στους πνεύμονες και από την αριστερή [[κοιλία]] σε όλα τα μέρη του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεγάλη]] συγκοινωνιακή [[οδός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η «[[τραχεία]]»<br /><b>2.</b> η [[αορτή]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> ουρητήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αερτηρ</i>-<i>ία</i>, με [[συναίρεση]]. Η λ. [[αρτηρία]], όπως και η σημασιολογικά παράλληλη [[αορτή]], ανάγεται στο ρ. [[αείρω]] (ΙΙ) «[[συνάπτω]], [[συνδέω]]». Αποτελεί δηλ. μετονοματικό παράγωγο της λ. [[αρτήρ]], το οποίο ακολουθεί τον σχηματισμό των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών σε -<i>ία</i>. Η λ. [[αρτηρία]] ανήκει ειδικότερα στις λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος και οι οποίες συνιστούν μία [[ομάδα]] συγκεκριμένων ουσιαστικών με [[επίθημα]] -<i>ία</i> και <i>ίη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[καρδία]], [[κοιλία]], [[λευκανίη]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρτηριακός]], <b>αρχ.</b> [[αρτηριώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρτηριοτομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αρτηριεκτοπία</i>, <i>αρτηριοποιώ</i>, [[αρτηριοσκλήρωση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτηρία:''' ἡ, Ιων. -ίη·<br /><b class="num">I.</b> [[μεγάλη]] [[αρτηρία]], [[σωλήνας]] της τραχείας, σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>πνεύμονος ἀρτηρίαι</i>, αρτηρίες πνεύμονα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αρτηρία]], μόνο σε μεταγεν. συγγραφείς (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}