Anonymous

ἀσπαίρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [ép. impf. ἀσπαίρεσκε Q.S.11.104]<br /><b class="num">1</b> [[agitarse convulsivamente]] en la agonía, de anim. τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας <i>Il</i>.3.293, δράκοντα ... ζωὸν ἔτι ἀσπαίροντα <i>Il</i>.12.203, κύων ἔχε ... ἐλλὸν, ἀσπαίροντα <i>Od</i>.19.229, ταῦρον ... ἢ ... κάπρον ... ἀσπαίροντα Call.<i>Dian</i>.151, [[ἔλαφος]] E.<i>IA</i> 1587<br /><b class="num">•</b>esp. de peces οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ ... ἤσπαιρον ὅκως περ ἰχθύες νεοάλωτοι Hdt.9.120, cf. Opp.<i>H</i>.2.96, 4.231, ἰχθῦς ἐκπεπτωκότες ... ἐν τῇ γῇ ἤσπαιρον Philostr.<i>VA</i> 1.23, cf. Babr.6.13<br /><b class="num">•</b>de pers. περὶ δουρὶ ἤσπαιρ' ὡς ὅτε βοῦς ... <i>Il</i>.13.571, ἄνδρας τ' ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι <i>Il</i>.20.521, cf. 13.443, θνῄσκοντα καὶ ἀσπαίροντα ἰδοῦσα <i>Od</i>.8.526 τλάμονες ἀσπαίρουσι χέρσῳ A.<i>Pers</i>.977, πᾶν δὲ σῶμ' [[ἄνω]] κάτω ἤσπαιρε E.<i>El</i>.843, νεκροῖς ἀσπαίρουσι συντυχόντα Antipho 2.4.5, ὃ δ' [[ἀντίον]] ἀσπαίρεσκε Q.S.l.c., ἀσπαίρων δὲ κάρηνον ἑῷ τεφρώσατο πυρσῷ Nonn.<i>D</i>.32.207.<br /><b class="num">2</b> [[oponer resistencia]], [[resistirse]] de niños μιν (παῖδα) ... ἐλούεον ἀσπαίροντα <i>h.Cer</i>.289, παιδίον προκείμενον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραγγανόμενον Hdt.1.111, en el combate [[Ἀδείμαντος]] γὰρ ... τῶν λοιπῶν ἤσπαιρε μοῦνος Hdt.8.5, ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον D.H.7.25.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>sperH<sup>u̯</sup>1</i>- ‘dar con el pie’, etc. y rel. lit. <i>spìrti</i>, ai. <i>sphuráti</i>, lat. <i>sperno</i>, aaa. <i>spurnan</i> y ἀ- protética. v. tb. σπαίρω.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [ép. impf. ἀσπαίρεσκε Q.S.11.104]<br /><b class="num">1</b> [[agitarse convulsivamente]] en la agonía, de anim. τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας <i>Il</i>.3.293, δράκοντα ... ζωὸν ἔτι ἀσπαίροντα <i>Il</i>.12.203, κύων ἔχε ... ἐλλὸν, ἀσπαίροντα <i>Od</i>.19.229, ταῦρον ... ἢ ... κάπρον ... ἀσπαίροντα Call.<i>Dian</i>.151, [[ἔλαφος]] E.<i>IA</i> 1587<br /><b class="num">•</b>esp. de peces οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ ... ἤσπαιρον ὅκως περ ἰχθύες νεοάλωτοι Hdt.9.120, cf. Opp.<i>H</i>.2.96, 4.231, ἰχθῦς ἐκπεπτωκότες ... ἐν τῇ γῇ ἤσπαιρον Philostr.<i>VA</i> 1.23, cf. Babr.6.13<br /><b class="num">•</b>de pers. περὶ δουρὶ ἤσπαιρ' ὡς ὅτε βοῦς ... <i>Il</i>.13.571, ἄνδρας τ' ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι <i>Il</i>.20.521, cf. 13.443, θνῄσκοντα καὶ ἀσπαίροντα ἰδοῦσα <i>Od</i>.8.526 τλάμονες ἀσπαίρουσι χέρσῳ A.<i>Pers</i>.977, πᾶν δὲ σῶμ' [[ἄνω]] κάτω ἤσπαιρε E.<i>El</i>.843, νεκροῖς ἀσπαίρουσι συντυχόντα Antipho 2.4.5, ὃ δ' [[ἀντίον]] ἀσπαίρεσκε Q.S.l.c., ἀσπαίρων δὲ κάρηνον ἑῷ τεφρώσατο πυρσῷ Nonn.<i>D</i>.32.207.<br /><b class="num">2</b> [[oponer resistencia]], [[resistirse]] de niños μιν (παῖδα) ... ἐλούεον ἀσπαίροντα <i>h.Cer</i>.289, παιδίον προκείμενον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραγγανόμενον Hdt.1.111, en el combate [[Ἀδείμαντος]] γὰρ ... τῶν λοιπῶν ἤσπαιρε μοῦνος Hdt.8.5, ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον D.H.7.25.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>sperH<sup>u̯</sup>1</i>- ‘dar con el pie’, etc. y rel. lit. <i>spìrti</i>, ai. <i>sphuráti</i>, lat. <i>sperno</i>, aaa. <i>spurnan</i> y ἀ- protética. v. tb. σπαίρω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσπαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σπαρταρώ]]<br /><b>2.</b> [[αντιστέκομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ασπαίρω]], όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, [[αλλά]] μτγν. και πολύ πιο σπάνιο [[σπαίρω]], συνδέεται με το λιθ. <i>spiriu</i> «[[χτυπώ]] με τα πόδια, [[κλοτσώ]]»<br />Το αρχικό <i>α</i>- του ρ. [[είναι]] υστερογενές [[στοιχείο]] και ως εκ τούτου [[είναι]] προτιμότερο να θεωρηθεί προθεματικό [[παρά]] ότι έχει προέλθει από την [[πρόθεση]] <i>ανά</i> με [[αποκοπή]]. Πρόκειται για επικό και ιωνικό ρ., το οποίο ξεψυχάει, ενώ στον Ηρόδοτο με ευρύτερη [[χρήση]] για ένα [[παιδί]] που παλεύει ή για κάποιον που αντιστέκεται σε μια [[διαταγή]] ή [[συμβουλή]]].
}}
}}